Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 7 Μαΐου 2011

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΚΛΕΜΠ ΜΕ ΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΑΘΗΤΗ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΑΝΔΡΙΑΝΟ.


ΠΑΤΗΡ ΑΔΡΙΑΝΟΣ
ΦΟΙΤΗΤΗΣ ΙΕΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟΥ Ο ΓΚΛΕΜΠ ΠΟΝΤΜΟΣΕΣΚΥ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΑΣ ΣΤΟ ΙΕΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟ 1959.
Ο ΓΚΛΕΜΠ ΗΤΑΝ ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΡΟΟΥΖ

Ο Γκλέμπ - και πάλι μέσω του π. Βλαδίμηρου - έμελλε να συναντήσει έναν πιστό μαθητή του οσίου Νεκταρίου, του τελευταίου γέροντα της Όπτινα . Αυτός ό μαθητής δεν ήταν άλλος από τον πατέρα Αδριανό Ρυμαρένκο, τον ίδιο ιερέα πού είχε γνωρίσει στο Βέντλινγκεν ό π. Βλαδίμηρος. Ό ηλικιωμένος π. Αδριανός και ή πρεσβυτέρα σύζυγος του έμεναν τώρα πια στο Σπρίνγκ Βάλεϊ της Νέας Υόρκης, όπου είχαν ιδρύσει τη γυναικεία μονή του Νέου Ντιβέγιεβο. Εκεί, όπως και στην Ευρώπη, υπηρέτησε ως πνευματικός πατέρας σε μια κοινότητα λαϊκών χριστιανών πού είχαν συσπειρωθεί γύρω του.

Ή μοίρα του π. Αδριανού ήταν να βιώσει τρομερές, τραυματικές εμπειρίες μαζί με τον ποίμνιο του. Στην διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ένα βολιδοφόρο βλήμα από μια βόμβα (σράπνελ), έσκισε τον μισό κεφάλι του γιου του μπροστά στα ίδια του τα μάτια. Ό πατήρ Αδριανός αποδέχτηκε με σοφία αυτό τον μαρτύριο, αξιοποιώντας τη γνώση πού απεκόμισε για να βοηθήσει και να παρηγορήσει τούς ανθρώπους γύρω του και εκείνοι με τη σειρά τους προσκολλήθηκαν σ' αυτόν. Ως ιερέας, εξομολόγος και κήρυκας θεολογίας, προσείλκυε εκατοντάδες ανθρώπους στις ακολουθίες της εκκλησιάς του και στον τρόπο ζωής του. Ήταν, ολοφάνερα, ένας άνθρωπος ό όποιος θυσίαζε τη ζωή του για τον ποίμνιο του. Ήταν πολύ πατρικός απέναντι τους.

Ή ποιμαντική τέχνη του δεν ήταν δικής του επινόησης ήταν τον αποτέλεσμα εναρμόνισης του με τον νου και την καρδιά του γέροντα Νεκταρίου. Τον 1928, ό όσιος Νεκτάριος άφηνε την τελευταία του πνοή φέροντας επάνω του τον ιερατικό άμφιο του π. Αδριανού και τώρα ή χάρη των γερόντων της Όπτινα είχε περάσει στον ίδιο.

Όπως και ό γέροντάς του, έτσι κι ό π. Αδριανός είχε γίνει ένας αληθινός «καρδιογνώστης» μπορούσε να κοιτάξει κάποιον για πρώτη φορά και να του πει κάτι πού θα είχε τεράστια επίδραση στον ίδιο, αλλά πού δεν θα σήμαινε τίποτε σε κάποιον άλλο.

Ό Γκλέμπ δεν γνώριζε τίποτε από' όλα αυτά για τον π. Αδριανό προτού γνωριστεί μαζί του. Την πρώτη φορά πού τον επισκέφτηκε δεν πήγε με δική του πρωτοβουλία, αλλά από υπακοή στον π. Βλαδίμηρο. Ό Γκλέμπ του είχε πει ότι ήταν απολύτως ικανοποιημένος πού δεχόταν πνευματική καθοδήγηση από τούς αγωνιστές μοναχούς της μονής της Άγιας Τριάδας και ειδικά από τον ίδιο, τον π. Βλαδίμηρος. Όμως εκείνος με τη σειρά του, είπε - «όχι»: όσο ό Γκλέμπ ζούσε μία εγκόσμια ζωή, χρειαζόταν έναν ιερέα πού διήγε ασκητική πνευματική ζωή μέσα στον κόσμο. Είπε στον Γκλέμπ, ότι ανθρώπους πήγαινε στην Νέα Υόρκη και έφθανε μέχρι την περιοχή του ποταμού Χάντσον, θα έβρισκε τον μικρό γυναικείο μοναστήρι όπου εγκαταβίωνε ό π.

Μνημονεύοντας την πρώτη συνάντησή του με τον π. Αδριανό, ό Γκλέμπ γράφει: «Μετά από πολύωρο ταξίδι με τον τραίνο, με τον μετρό κατά μήκος της πόλης και τέλος ύστερα από μία ωραία διαδρομή με τον λεωφορείο μέχρι τον Σπρίνγκ Βάλεϊ -

έφτασα στον προορισμό μου και υστέρα χρειάστηκε να περπατήσω άλλη μια ώρα τουλάχιστον, διασχίζοντας την πόλη για να φτάσω στο μοναστήρι. Ήταν μια μικρή προαστιακή έκταση, απέναντι από τον τοπικό αεροδρόμιο, πού έμοιαζε αταίριαστη με τον περιβάλλοντα χώρο και ασήμαντη εκ πρώτης όψεως για τη νέα ζωή μου. Δεν γνώριζα κανέναν στο μοναστήρι του Νέου Ντιβέγιεβο και δεν είχα την παραμικρή ιδέα τί να προσδοκώ από' αυτό, εκτός από μία πληθώρα φανταστικών εικόνων για τον πώς θα έμοιαζε τον Παλιό Ντιβέγιεβο στην Ρωσία την εποχή του αγίου Σεραφείμ.

Ήμουν εντελώς νεοφώτιστος και άπειρος σε όλα και μόλις τώρα άρχιζα να κάνω τα πρώτα μου βήματα στην ατμόσφαιρα της Εκκλησίας.

»Δεν θυμάμαι ποιός με οδήγησε στο καλυβάκι του π. Αδριανού. Ήταν ακριβώς στο κέντρο της έκτασης της μονής, αριστερά και πίσω από μια λευκή εκκλησία μισοτελειωμένη, αλλά επιστεγασμένη με έναν πολύ όμορφο μπλε τρούλο. Χτύπησα δειλά την πόρτα και άνοιξε μια ηλικιωμένη αλλά δυναμική κυρία, ή σύζυγος του π. Αδριανού, ή οποία τον φώναξε. Εκείνος ξεπρόβαλε από μια πόρτα δεξιά μου και μου ζήτησε να τον άκολουθήσω στο μικρό δωμάτιο του - ένα γραφείο με χαμηλό ταβάνι και ατμόσφαιρα ζεστή και άνετη. Μου έκανε νόημα να καθίσω στην καρέκλα με την πλάτη στο παράθυρο. Μπροστά μου έβλεπα ένα γωνιακό εικονοστάσι με πολλές εικόνες κι ένα αναμμένο καντήλι. Κάθισε απέναντι μου, σ' ένα μικρό κασελοντίβανο και με κοίταξε με ενθαρρυντικό χαμόγελο. Ήταν ψηλός και εμφανίσιμος. Τα φωτεινά γαλάζια μάτια του ήταν χαρούμενα, αλλά ή συνολική του εμφάνιση είχε μία έντονη σοβαρότητα.

»Δεν είχα έρθει για να συναντήσω ένα «γέροντα», καθώς έμαθα αργότερα αυτή την έννοια. Μα ούτε καν είχα καμία επείγουσα ανάγκη να τον αναζητήσω, διότι θεωρούσα ότι όλα αυτά είχαν ήδη διευθετηθεί πίσω στο Τζόρντανβιλ. Δεν με βάραιναν κάποια ερωτήματα. Είχα έρθει κυρίως για μια επίσκεψη κι εκείνος τον κατάλαβε και άρχισε να μου κάνει ερωτήσεις για τον εαυτό μου. Μεσολάβησε μια σύντομη και μάλλον ασήμαντη συζήτηση, στη διάρκεια της όποιας εγώ πρόσεχα περισσότερο τα πορτραίτα των μοναχών με τους μαύρους σκούφους στο κεφάλι τους, παρά τα λεγόμενα του π. Αδριανού - όταν, αιφνιδίως, με ρώτησε ανθρώπους είχα διαπράξει κάποια συγκεκριμένη αμαρτία. Έμεινα εμβρόντητος από την εξαιρετική του διορατικότητα. Δεν μου πέρασε ούτε στιγμή από τον νου ότι μπορεί να είχε αυτόν τον χάρισμα. Τότε με πλησίασε, κοίταξε επίμονα κατευθείαν μέσα στα μάτια μου και ξεδίπλωσε πτυχές τού εαυτού μου πού ούτε εγώ ό ίδιος τις γνώριζα.

«Ή συζήτηση δεν κράτησε πολύ, αλλά εγώ συγκλονίστηκα από την ιδέα ότι είχα μπροστά μου την τέλεια προσωποποίηση ενός πατέρα πού γνώριζε τα πάντα, ήταν τρυφερός και πειστικά καλοπροαίρετος προς έμενα - ενός πατέρα πού ενδιαφέρεται για αυτό πού είσαι και δεν προσπαθεί να σε βάλει σε κάποιο καλούπι. Όπως είναι φυσικό έκλαψα, όχι όμως επειδή άγγιξε την καρδιά μου, πράγμα πού συνέβη, αλλά επειδή είχα βρει κάτι υπέροχο, κάτι για τον όποιο ή ψυχή μου διψούσε τόσα πολλά χρόνια. Αμέσως ξεπήδησαν από μέσα μου χιλιάδες ερωτήσεις πού με τυραννούσαν από καιρό και μου έδωσε με δύο λόγια τις αρχές με τις όποιες θα ξεκλείδωνα μόνος μου αυτά τα διλήμματα.

Μου έδωσε απαντήσεις για τον τί είναι κακό- μου είπε ότι ό σκοπός του ανθρώπους σ' αυτόν τον κόσμο εμπερικλείεται στον καθημερινό κύκλο των εκκλησιαστικών Ακολουθιών ότι οι εικόνες των αγίων είναι παράθυρα στον Παράδεισο και μπορούμε να δούμε μέσα από' αυτά, αν γνωρίσουμε τούς άγιους ότι ή ζωγραφική, ή μουσική και οι άλλες τέχνες είναι τρόποι για να προσεγγίσουμε τον Θεό ως Δημιουργό- ότι ή σχέση μεταξύ των μελών μιας οικογένειας συνδέεται με τον μυστήριο της γνωριμίας με τον Θεό- μου εξήγησε επίσης τί σημαίνει αρετή και τί θεολογία- αλλά και ποιό είναι τον καθήκον μας απέναντι στην κοινωνία, απέναντι στην καθημαγμένη Ρωσία και απέναντι στην Αμερική την οποία αγαπούσε.

Πάνω από' όλα, εξέφρασε τον ενθουσιασμό του για τούς Γέροντες της Οπτινα, τα πρόσωπα των όποιων ακτινοβολούσαν στους τοίχους γύρω μου. Γνώριζα ότι και ό ίδιος υπήρξε πνευματικό παιδί του γέροντα Νεκταρίου, διότι είχα διαβάσει σε κάποιο περιοδικό στο Τζόρντανβιλ, αποσπάσματα από τα απομνημονεύματα της πρεσβυτέρας του γύρω από τη ζωή του γέροντα στην μαρτυρική Ρωσία. Ό πατήρ Αδριανός πάντα αναφερόταν στον μπάτιουσκα Νεκτάριο, και συνήθιζε να διανθίζει τα νοήματά του με ανέκδοτα περιστατικά πού είχαν σχέση με τον όσιο γέροντα».

»Ό πατήρ Αδριανός σηκώθηκε όρθιος. Έβλεπα τη θεϊκή έμπνευση στο πρόσωπο του σχεδόν ψιθυριστά, με κάλεσε να τον ακολουθήσω.

»Πίσω του ήταν μια πόρτα πού οδηγούσε στο γραφείο του ή, τον πιθανότερο, στο χώρο προσευχής του. Καθώς την άνοιξε ένιωσα σαν να έμπαινα στα «άγια των αγίων» του κι εκείνος καταδέχθηκε να με αφήσει να περάσω μέσα. Ακριβώς μπροστά μας ήταν ή γωνιά όπου προσευχόταν, γεμάτη με πολλές εικόνες κάθε μεγέθους και σχήματος και αναλόγια με ανοιγμένα βιβλία επάνω τους, όπως τον Ψαλτήριο κ.ά. Πάνω από' αυτόν τον σημείο ήταν αναρτημένη μια μαυρόασπρη φωτογραφία με τον πρόσωπο του Χριστού σε φυσικό μέγεθος - αντίγραφο του διάσημου ζωγραφικού έργου του Βάσνετσοφ - ή όποια δέσποζε σε όλο τον δωμάτιο. Απεικόνιζε εξαιρετικά ρεαλιστικά τον Χριστό με ακάνθινο στεφάνι, κάτισχνο, αληθώς πάσχοντα

και με διαπεραστικό βλέμμα. Αυτό ήταν τον κλειδί για τον π. Αδριανό σε τούτο τον άγιο Πρόσωπο αποτυπωνόταν τον Μαρτύριο. Όμως γιατί; Δεν με ικανοποιούσε ποτέ ή εξήγηση του μαρτυρίου: γιατί ήταν απαραίτητο να εξακολουθούμε να υποφέρουμε αφού ό Χριστός είχε νικήσει τον πόνο και τον θάνατο; Αν ή πίστη και ή αφοσίωση μας σ' Αυτόν μας υπόσχεται αιώνια ευτυχία, τότε για ποιο λόγο πρέπει ακόμα να βασανιζόμαστε εδώ στην γη, όπως στον καιρό της Παλαιάς Διαθήκης;...

»Τον μικρό αυτόν χαμηλοτάβανο δωμάτιο (στην πραγματικότητα: τον κελί ενός στάρετς ), ήταν ολόκληρο λουσμένο σε ένα ρόδινο φώς από τα ροδόχροα καντήλια. Με κατέλαβε ένα αίσθημα απόλυτου δέους, ίσως ακόμα και ένα ελαφρό τρέμουλο. Ό π. Αδριανός υποκλίθηκε αμέσως σε ένδειξη σεβασμού προς τα ιερά λείψανα πού υπήρχαν εκείνος κι άρχισε να μου τα δείχνει, ενώ εγώ τα προσκυνούσα ένα προς ένα με ευλάβεια. Υπήρχαν μικρά τμήματα από τα λείψανα άγιων των Σπηλαίων του Κιέβου. Μου υπέδειξε ιδιαιτέρως τον άγιο Αγαπητό τον Ιαματικό, ό όποιος τον είχε βοηθήσει σε όλο τον διάστημα της ασθενείας του τον άγιο Ιωάννη τον Πολύαθλο, ό όποιος είχε θαφτεί μέχρι τη μέση του για να γλυτώσει από τον πειρασμό• και τον άγιο Μωυσή τον Ούγγρο ό όποιος έδινε τρόφιμα σε πεινασμένους ανθρώπους, ακριβώς όπως ό π. Αδριανός τον είχε πράξει κατά τη διάρκεια των φρικτών χρόνων του σοβιετικού καθεστώτος.

»Στο δωμάτιο επικρατούσε μία σιωπή πού σχεδόν ακουγόταν. Ό πατήρ Αδριανός μιλούσε σχεδόν ψιθυριστά όλη την ώρα, πράγμα πού μου φαινόταν φυσιολογικό εξαιτίας της εγγύτητας μας στην παρουσία της αγιότητας. Είχε τον χέρι επάνω στην καρδιά του και μου μιλούσε για την εσωτερική ειρήνη, την εσωτερική κίνηση, την ησυχία και τη σιωπή. Φοβόμουν μήπως, τον έντονο βίωμα πού είχα στην ψυχή μου εκείνη τη στιγμή, μ' εμπόδιζε να συγκρατήσω τα σημαντικά πράγματα που εκείνος μου έλεγε.' Ωστόσο δεν τολμούσα να τον διακόψω, διότι τώρα έμοιαζε σαν να μιλούσε στον εαυτό του, κοιτάζοντας ευθεία μπροστά προς τις εικόνες. Και ξαφνικά κατάλαβα τη γλυκύτητα του μαρτυρίου την οποίαν ό Χριστός δεν στέρησε από την Εκκλησία. Σε αντίθεση με ότι πίστευα στο παρελθόν, ό πόνος αυτός είναι απαραίτητος για να διατηρηθεί ή παρουσία της αγιότητας.

»Ή κινητικότητα του νου μου καταλάγιασε και καταστάλαξε σε μία αυτοσυγκέντρωση, με ενδιάμεσα διαστήματα προσευχής.

» Αίφνης, ένιωσα να υψώνεται μέσα μου ένα αίσθημα ευθύνης για κάθε λέξη, σκέψη και συναίσθημα: μια προειδοποίηση ότι αυτά μπορούν να μολύνουν, να παραμορφώσουν ή και να σβήσουν τη ρέουσα παρουσία της Θεότητας. Ό ίδιος ό πόνος αυτής της επίγνωσης είναι μια γλυκύτητα, ακριβώς όπως στον Ακάθιστο Ύμνο , όπου ό Ιησούς Χριστός αποκαλείται «γλυκύτατος Ιησούς». Ό φόβος για τις αμαρτίες μας, είναι στην πραγματικότητα ό φόβος μήπως χαθεί αυτήν ή πολύτιμη αίσθηση της συνάντησης πρόσωπο-προς πρόσωπο με τον Θεό - σαν να μπορεί ανάγκη πάσα στιγμή αυτήν ή μελωδία να μην ακούγεται πλέον, από απροσεξία στην διαφύλαξη των αισθήσεων, όταν αφήνονται να περιπλανώνται ελεύθερα στις σκοτεινές, χωρίς Θεό, σήραγγες του πεπτωκότος κόσμου».

Ό π. Αδριανός τόνισε έπανειλημμένα την ανάγκη να καλλιεργηθεί ή εσωτερική ησυχία («τισινά» στα ρωσικά), τόσο μέσα από την αγνότητα όσο και από τον πόνο της καρδιάς. Ό ίδιος είχε γίνει μάρτυρας των καρπών αυτής της ησυχίας, όταν είδε τον Γέροντα Νεκτάριο λουσμένο μέσα στο υπερκόσμιο «ίλαρόν Φώς» της άκτιστης Θεότητας. Αλλά γι' αυτόν, ησυχία δεν σήμαινε παθητικότητα. Επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Γέροντα Νεκταρίου, δίδαξε ότι ή Ορθοδοξία είναι ζωή, μια ζωντανή αποστολική δύναμη.

Κάποτε, σε μια αξιομνημόνευτη περίσταση, πήρε τον Γκλέμπ στην εκκλησία του μοναστηριού. Ό Γκλέμπ θυμάται: «Έβλεπα τον π. Αδριανό πυρπολημένο από θεϊκή έμπνευση, καθώς ένευσε με τα μάτια προς τις νωπογραφίες στους τοίχους πού απεικόνιζαν τούς άγιους στους Ουρανούς. Όταν βγήκαμε από' τον ναό, ό ουρανός ήταν κατάστερος, πάμφωτος. Τότε ό π. Αδριανός είπε: Γιατί άραγε ό Θεός μας έριξε σαν ένα κύμα πάνω στην αχανή έκταση της αμερικανικής γης; Για ποιό λόγο διασκορπιστήκαμε όπως τούτα τα αστέρια, ανάμεσα στους καλούς ανθρώπους της Αμερικής; Δεν είναι αλήθεια ότι μπορούμε να ανασυστήσουμε έδώ τον τρόπο ζωής της άγιας Ρωσίας, ως μαρτυρία της αληθινής Χριστιανοσύνης στον κόσμο - πριν να έρθει τον τέλος;"

»Τον μοναστήρι του π. Αδριανού, με την κοινότητα των συσπειρωμένων γύρω του λαϊκών, ήταν ή έμπρακτη προσπάθειά του να δημιουργήσει έναν Ορθόδοξο παράδεισο στην Αμερική να εγκεντρίσει με τον αρχαίο Ορθόδοξο τρόπο ζωής τη γη αυτής τής χώρας πού αγαπά την ελευθερία, να μεταλαμπαδεύσει εδώ τη χαμένη ησυχία. Αυτές οι αποστολικές ιδέες ήταν απολύτως καινούριες για μένα. Ό π. Αδριανός μου είχε κυριολεκτικά ανοίξει νέους ορίζοντες».

ΒΙΒΛ. Π. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΡΟΟΥΖ Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΤΟΜΟΣ Α

Δεν υπάρχουν σχόλια: