Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

O ΜΟΝΑΧΟΣ ΖΩΣΙΜΑΣ ΚΑΙ Ο ΤΑΞΙΤΖΗΣ.


Πολλές φορές, όταν πήγαινα στον Γέροντα και έπαιρνα κάποιο ταξί, γίνονταν πολλά θαύματα. Όταν ήταν να πληρώσω, με ρωτούσε ό ταξιτζής:

- "Τι είσαι Μοναχός ή Ιερέας;

- Μοναχός έλεγα.

- Εσείς οι Μοναχοί έχετε μισθό;

- Όχι, του έλεγα.

- Αφού δεν έχετε μισθό, πώς εγώ θα πάρω λεφτά από εσένα;

Άλλοι πάλι σταματούσαν μόνοι τους και με ρωτούσαν πού πηγαίνω και με πήγαιναν στον προορισμό μου χωρίς να μου παίρνουν χρήματα.

Μια ήμερα ήθελα να κατέβω στην Αθήνα για να κάνω κάποιες δουλειές πού έπρεπε να κάνω και από εκεί να πάω στην Κηφισιά. Δεν είχα πολλά λεφτά, δύο χιλιάδες είχα όλα και όλα. Περνάει ένα ταξί, το σταματάω και ήταν ό κύριος Δημήτρης από τη Νέα Σμύρνη πού ερχόταν στο Μοναστήρι μας οικογενειακώς. Τον παρεκάλεσα να με εξυπηρετήσει για να τελειώσω αυτή την δουλειά πού είχα και του είπα ότι θα τον πληρώσω όσο γράψει το ρολόι. Αμέσως ό κ. Δημήτρης με εξυπηρέτησε. Το ρολόι είχε γράψει χίλιες οχτακόσιες δραχμές. Όταν ήρθε ή ώρα να πληρώσω, του λέω «Πάρε τα λεφτά σου».

Αυτός με κοιτάζει και μου λέει:

Πάτερ Ζωσιμά, εγώ πληρώθηκα από σένα κι άλλα λεφτά θα σου πάρω; Εάν το κάνω αυτό, θα με τιμωρήσει ό Θεός. Γι` αυτό δεν οφείλεις τίποτα.

Εγώ τα έχασα και του αποκρίθηκα:

- Καλά κ. Δημήτρη πώς μου λες ότι πληρώθηκες, αφού εγώ δεν σε πλήρωσα. Τι είναι αυτά που μου λες; Πάρε τα λεφτά που σου δίνω, διότι και σι δουλεύεις με το ταξί μέρα, νύχτα κα! ή δουλειά σου είναι επικίνδυνη και κουραστική για να βγάλεις το μεροκάματο γι'αύτό και εγώ δεν αναπαύομαι, πρέπει να πάρεις τα χρήματα.

Ό κ. Δημήτρης μου εξήγησε πώς πληρώθηκε.

-Λοιπόν, άκουσε, πάτερ Ζωσιμά. Χθες το απόγευμα, όπως πήγαινα με το ταξί, σταμάτησα σ' ένα περίπτερο να πάρω τσιγάρα. Δίπλα στο πεζοδρόμιο βλέπω κάτι χαρτιά κολλημένα και τσαλακωμένα. Σκύβω κάτω τα πιάνω με το χέρι μου, τα ανοίγω και ήταν χίλιες πεντακόσιες δραχμές. Γι` αυτό σου είπα ότι με πλήρωσες. Μου τα είχε δώσει ό Θεός πιο μπροστά και ξέρω καλά πώς οι Μοναχοί δεν παίρνουν μισθό.

Πόσο με συγκίνησε ή δικαιοσύνη του κ. Δημήτρη! Σκέφτηκα μέσα μου πόσα πρέπει να προσέχω να μη κατηγορώ κανένα. Είναι ταξιτζής και έχει την μεγαλύτερη αρετή. Σπάνια σήμερα σκέπτεται ό άλλος κατ' αυτό τον τρόπο. Αλλά πάνω απ' όλα κατάλαβα ότι ήταν οι προσευχές του Γέροντα μου, γιατί προσευχόταν μέρα και νύχτα για μένα πού δοκιμαζόμουν και οι ευχές του πάντα με προστάτευαν και με εξασφάλιζαν.

Μια μέρα ήμουν στο δωμάτιο του Γέροντα, εκεί πού έμενε στον ανιψιό του. Καθόμουν δίπλα του και ήμουν πολύ στεναχωρημένος πού δεν είχα χρήματα, γιατί ήθελα να παίρνω και κάτι του Γέροντα να τρώει. Όπως καθόμουν λυπημένος, αποκοιμήθηκα και βλέπω ένα όνειρο.

Βλέπω πώς πήγαινα από το Κεφαλάρι της Κηφισιάς με τα πόδια στο Μοναστήρι. Όταν έφτασα στις κατασκηνώσεις πιο πάνω από την εκκλησία πού είναι ό Άγιος Ραφαήλ, έβλεπα το Μοναστήρι επάνω να είναι πολύ σκοτεινό. Καταλάβαινα πώς δεν υπήρχε καμιά ακτίνα φωτός, καμιά σωτηρία. Όπως πήγαινα σιγά-σιγά με τα πόδια στεναχωρημένος, βλέπω την κυρία Κατίνα, μια καλή κυρία πού ήταν όλο αγάπη, να βγαίνει μέσα από τα πεύκα χαρούμενη και χαμογελαστή. Με πιάνει από τη μέση μου παρ' όλο πού ήταν πολύ κοντή, με σηκώνει με δύναμη ψηλά στον αέρα και με πηγαίνει στο δάσος. Με ανεβάζει σε μια εξέδρα ψηλά, πού ήταν όλο φως και με άφησε επάνω.

Ό Γέροντας εκείνη την στιγμή ήταν ξαπλωμένος και φαινόταν ότι κοιμάται. Αλλά, όπως μετά αποδείχθηκε δεν κοιμόταν, παρακολουθούσε το όνειρο πού έβλεπα. Γιατί μόλις ξύπνησα, χτύπησε το τηλέφωνο. Πριν ακούσω το τηλέφωνο, μου μίλησε ό Γέροντας και μου είπε:

- Ότι σου πουν στο τηλέφωνο να δεχθείς, να πάς αμέσως να πάρεις ότι σου δώσουν και να τις ευχαριστήσεις όλες. Τα λεφτά αυτά πού θα σου δώσουν τα στέλνει ό Θεός, είναι για τις ανάγκες σου.

Σηκώνω το τηλέφωνο και ήταν ή κυρία Κατίνα, πού έβλεπα στον ύπνο μου, και μου λέει:

- Τι κάνεις π.Ζωσιμά; Πώς τα περνάς; Εσύ σύνταξη δεν έχεις πώς κινείσαι εδώ στην Αθήνα;

- Έχει ό Θεός αποκρίθηκα.

Ό Γέροντας αμέσως κάτι ψιθύρισε. Κατάλαβα ότι έπρεπε να πω την αλήθεια, να κάνω υπακοή σε ότι θα μου πει. Ή κυρία Κατίνα μου είπε πάλι:

- Άκουσε, πάτερ Ζωσιμά, εμείς έδώ είμαστε τέσσερεις φιλενάδες και κάθε πρώτη του μηνός παίρνουμε σύνταξη.

Έχουμε κανονίσει να σου δίνουμε χρήματα από το μισθό μας. ΓΓ αυτό σε παρακαλώ, μόλις πληρωθήκαμε αυτή την στιγμή, να έλθεις να σου δώσουμε χρήματα, γιατί ξέρουμε, ότι δεν έχεις.

Είπα στον Γέροντα, αυτό κι αυτό μου είπε στο τηλέφωνο ή κυρία Κατίνα, να πάω να μου δώσει χρήματα.

- Το ξέρω παιδί μου. Να πάς τώρα αμέσως και να τα πάρεις και όσα θα σου δίνουν κάθε μήνα, θα τα παίρνεις. Θα τις ευχαριστείς και θα προσεύχεσαι γι' αυτές. Διότι τώρα δεν είσαι στο Μοναστήρι, είσαι στον κόσμο και έχεις έξοδα. Αυτά σου τα στέλνει ό Θεός.

Τα λεφτά που μου έδιναν ήταν αρκετά και περνούσα όλο το μήνα.

ΒΙΒΛ. ΖΩΣΙΜΑΣ ΜΟΝΑΧΟΣ (1937-2010). ΕΚΔΟΣΕΙΣ Η ΜΕΛΕΤΗ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: