Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 16 Μαΐου 2015

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ. ΠΑΤΗΡ ΙΑΚΩΒΟΣ ΒΑΛΟΔΗΜΟΣ. ΈΝΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΆΓΙΟΣ. 1870-1960. (Ευεργέτης του εχθρού του ) 7






Ευεργέτης του εχθρού του




Αξίζει να παραθέσουμε σχετική περικοπή τοΰ περιοδικού «ΖΩΗ» πού διηγείται, πώς ό πατήρ Ιάκωβος προστάτευε στην εποχή εκείνη τής Κατοχής τον εχθρό του Καπετάν - Φωτιά καί τον αδελφό του, όταν κινδύνευε ή ζωή τους από τούς ομοϊδεάτες τους έλασίτας. Ιδού τί γράφει:
-Αυτοί θα μάς κυνηγήσουν- μου είπε ό Ηλίας καί κοντοστάθηκε. - θα βγάλουν διαταγή. Γι’ αυτό είναι ζήτημα ποδιών. Πιστεύω να μάς βοηθήσει ό καλόγερος.
-Ποιός καλόγερος;



Τώρα θα τον γνωρίσεις. Δεν έκαμα άσκοπα τόσες ώρες ορειβασία. Είναι άνθρωπος τοΰ Θεού. Εγώ τοΰχω απόλυτη εμπιστοσύνη... Σέ λίγο βρεθήκαμε σέ ανοιχτό μέρος. Δεξιά μας είδα ένα κάτασπρο Εκκλησάκι. Πλάι ένα αγροτόσπιτο. Ήταν το πρώτο σπίτι, πού συναντούσαμε. Ένας γέρος χωριάτης με γένια έσερνε το βόδι του, ένα κανελί αδύνατο βόδι. Κάτι τοΰλεγε τοΰ ζώου καί προχωρούσαν προς το σπίτι.
-Αυτός είναι ό καλόγηρος, μου λέει.
Κάπως επήρα θάρρος. Όμως δεν έβλεπα, τί μπορούσε να μάς προσφέρει ό φτωχός αυτός ερημίτης. Πλησιάσαμε.
-Ώρα καλή, γέροντα.
-Πολλά τά έτη σας, γιοί μου.
Τί κάνεις, γέροντα; Με γνωρίζεις εμένα;
-Σέ γνωρίζω. Ό Ηλίας δεν είσαι;
-Έτσι με ξέρει ό κόσμος; Ηλία με λένε τώρα;
-Δεν ξέρω τί κάνουν οι άλλοι- εγώ Ηλία σέ ξέρω καί Ηλία σέ λέω.
-Έχεις κανένα παράπονο μαζί μου γέροντα;
-Έχω.
-Γιατί δεν μου τόλεγες τότε, πού είχα το λημέρι μου στα μέρη σας.
-Δεν μ’ ρώτησες, γι’ αυτό.
-Πέστο μου τώρα. Μπορεί καί να το διορθώσω το λάθος μου.
-Ήρθες, γιέ μου, τόσες φορές στο μοναστηράκι μου καί μια φορά δεν μπήκες να προσκύνησης το Βασιλέα Χριστό. Τί νομίζεις, πώς είσαι; Υπάρχει άνθρωπος, πού δεν έχει τήν ανάγκη τοΰ Παντοκράτορος;
-Αυτό μονάχα είναι το παράπονο;
-Αυτό γιέ μου.
-Για το βόδι, πού σου πήρα, δεν μου κρατάς κακία;
-Δεν μου το πήρες εσύ.
-Αλλά, ποιός το πήρε;
-Ό Θεός έκρινε, ότι μπορούσα να κάνω καί με το ένα τη δουλειά μου. Αν δεν ήταν θέλημα Θεού, κανένας δεν μπορούσε να μου το πάρει. Εκείνος, πού έδωκε, Εκείνος καί το πήρε. Ευλογημένο για όλα να είναι το όνομά του!
«Εΐη το όνομα Κυρίου εύλογημένον...». «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν». 



Μπορώ νάχω παράπονο κατά του Θεού μας;
-Τότε, εγώ, πού σου το πήρα, δεν έχω ευθύνη;
-Αυτό είναι δική σου δουλειά. Αλλά, ένα βόδι, μια μαχαιριά στον τράχηλο τοΰ βοδιού, τί είναι; Ένα τίποτε. Αλλά είναι τά τρις - χειρότερα.
-Τί θέλεις να πεις γέροντα;
-Τούς ανθρώπους κλαίω' πονάω τούς ανθρώπους, πού σκοτώνονται αμετανόητοι καί ανεξομολόγητοι. Το ίδιο λυπάμαι κ’ εκείνους πού τούς αφαιρούν τον καιρό, για να ετοιμασθούν καί να βγάλουν εισιτήριο.
-Τί εισιτήριο να βγάλουν;
-Εισιτήριο για τον ουρανό, παιδί μου, για τήν αιώνια ζωή καί βασιλεία.
Εμένα με είπε τέκνο του καί πολύ μ’ κολάκεψε ό λόγος του. Πράγματι αυτός ό γέρος δεν ήταν άνθρωπος αυτού τοΰ αιώνα καί αυτού τοΰ κόσμου. Από κάπου αλλού ερχόταν. Κάτι διαφορετικό είχε στην έκφραση καί στο λόγο του.
-Καί που το δίνουν, ποιοί το πουλάνε το εισιτήριο, πάτερ; - μου φάνηκε, ότι έτσι έπρεπε να τον προσφωνήσω.
Μ’έκύτταξε μ’ ένα γλυκό, σαν παιδιάτικο βλέμμα.     


-Όταν πονέσεις, διότι έφυγες από το σπίτι
τοΰ πατέρα σου, όταν λάβεις τήν απόφαση να γυρίσεις κοντά του, τότε το παίρνεις το εισιτήριο.
-Μα εγώ δεν έχω πατέρα, είμαι ορφανός.
-Ό πατέρας σου καί ό πατέρας μου, γιέ μου,
είναι αθάνατος, επομένως δεν είμεθα ορφανοί.
Κατάλαβα τί μου έλεγε, ντράπηκα καί έγυρα
το κεφάλι.
-Γέροντα -έλαβε τον λόγο ο αδελφός μου- αν ό εχθρός σου βρεθεί στην ανάγκη καί σου ζητήσει να τον βοηθήσεις, θα τοΰ κάμεις καλό;
-Δεν έχω εχθρούς, παιδί μου. Κι’ εκείνος πού μ’ εχθρεύεται, είναι αδελφός μου, τέκνον τοΰ Θεού. Μπορώ να μην κάμω καλό στο τέκνο τοΰ Θεού μου;
-Τότε τότε... ζητάμε τήν προστασία σου! -Εγώ  ό φτωχός, ό αδύνατος καί γέρος να προστατέψω σάς. πού είσθε νέοι καί έχετε καί δύναμη; ’Αν μπορώ όμως, ότι μπορώ εις τήν διάθεσή σας, τέκνα μου...
-Γέροντα, κινδυνεύει η ζωή και τών δυο μας — ξαναείπε με συγκίνηση ό Ηλίας.
-Φάνηκαν Γερμανοί; Έχουμε μάχη; ρώτησε  
-Όχι... Μπορείς••• μπορείς... Αλλά, πρωτύτερα, πρέπει να σουποΰμε, ποιοί είμαστε καί τί μας συμβαίνει.
—Μα γιέ μου, ένα σε ξέρω.
-Δεν με ξέρεις! Ξέρεις, γέροντα, ότι είμαι γιός μιας Χριστιανής χήρας, πολύ Χριστιανής; Ξέρεις ό Θεός έκαμε χθες το βράδυ θαύμα αληθινό, ότι παρ’ ολίγο να σκότωνα αυτόν εδώ, πού είναι αδελφός μου, ότι δεν τον σκότωσα, ότι τούς άφησα καί φεύγω, ότι έχω δέκα ώρες, πού φεύγω καί αναζητώ προστάτη καί σωτήρα;


-Ζητάς προστάτη, παιδί μου, καί σωτήρα... ’Έχω καθήκον, μεγάλο καθήκον... θα με περιμένετε πέντε λεπτά. Καθίστε στο πεζούλι. Θα σάς παρουσιάσω ενώπιον του, θα τον παρακαλέσω' με αγαπά καί μου έχει δώσει το θάρρος να τοΰ ζητάω χάρες, θα με ακούσει. Όμως έρθετε μαζί μου, αφού πρέπει να σάς παρουσιάσω... Περιμένετε....



Είχε στον τοίχο κρεμάσει ένα νιπτήρα. Έπλυνε πολλές φορές τά χέρια του. Έπειτα έπλυνε το πρόσωπό του, τά γενιά του, τά μαλλιά του. Σκουπίστηκε με μια υφαντή παλιωμένη πετσέτα. Μπήκε στο σπιτάκι του. Βγήκε έξω διαφορετικός. Τώρα είχαμε μπροστά μας παπά. Φαινόταν καί τώρα χωριάτης κι’ αγρότης, ήταν όμως παπάς με το ράσο του, με το καλυμμαύχι του, με το αντερί του. Κρατούσε από το χέρι μια γυναίκα εξήντα έξηνταπέντε χρόνων. Τήν οδηγούσε αυτός, επειδή τά μάτια της ήσαν σβησμένα.
Είναι ή αδελφή μου, μάς είπε. Καλόγρια κι’ αυτή , όπως κι’ εγώ. Ελάτε παιδιά μου μαζί μου.



Μπήκε στο Εκκλησάκι. Μπήκαμε καί εμείς. Μάς έδειξε το στασίδι. Επήγε κι’ άφησε τήν τυφλή στο ψαλτικό. Αυτός προχώρησε στο ιερό. Φόρεσε τά άμφιά του, λευκά, ολοκάθαρα, άσπιλα άμφια. Άρχισε με το «Ευλογημένη ή βασιλεία τοΰ Πατρός καί τοΰ Υιού καί τοΰ "Αγίου Πνεύματος...». Όπως μάς εξήγησε κατόπιν, αυτό ήταν το τυπικό τοΰ παράξενου μοναστηριού του. Έκανε τον όρθρο με το χάραγμα. Έπειτα πήγαινε να δουλέψει στα χωράφια καί προς το μεσημέρι έκανε τήν Θεία Λειτουργία. Ή φωνή του ήταν γλυκιά, ταπεινή, φωνή ικεσίας. Οι αιτήσεις καί οι ευχές έδειχναν το παιδί, πού μιλάει με σεβασμό καί εμπιστοσύνη στον πατέρα.
Μετά το Ευαγγέλιο, μάς έκαμε κήρυγμα. Μιλούσε απλά, χωριάτικα. Μιλούσε για μάς. Μάς καλούσε στη μετάνοια, στην εξομολόγηση, στη συμφιλίωση με τον πατέρα μας, τον Θεό.
Ξέχασα να σάς πω, ότι τον ψάλτη τον έκανε σεμνά κι’ ωραία ή τυφλή. Τάξερε όλα απ’ έξω. Μόνο σέ δύο σημεία ό παπάς τής είπε τήν αρχή του τροπαρίου κι’ συνέχισε αυτή.


Ώ, αυτή ή Λειτουργία...! Μέσα στ’ άγρια βουνά, στην ερημιά καί τήν ερήμωση τής καρδιάς μας, να φανεί ένας άγιος στο δρόμο μας, να σταθεί μεσίτης, αυτός, ό σεμνός πάτερ - Ιάκωβος, ανάμεσα στο Θεό καί στους κυνηγημένους!...



Πώς τον είπε τον λόγο του ό όσιος γέροντας; «Το έλεός σου καταδιώξει με...». Παιδιά μου, είδατε, πώς ό τσοπάνης κυνηγάει καί πιάνει το αρνί, πού έκοψε απ’ το κοπάδι; ’Έτσι ό τσοπάνος, ό Χριστός, άπολάει το έλεός του καί μάς κυνηγάει καί μάς πιάνει καί μάς γλυτώνει από το μαχαίρι καί το λύκο. Μόνο ένα να κοιτάξουμε, να μην ζητάμε να φύγουμε, όταν μάς πιάνει. Να μένουμε στα χέρια του. Να μένουμε στην Αγάπη του. Να βλέπουμε τά κρίματά μας, να τά εξομολογιόμαστε με πόνο καί ειλικρίνεια. Έτσι, παιδιά μου...».


Ή Λειτουργία βρισκόταν στο τέλος της. Ό πάτερ Ιάκωβος με το άγιο ποτήρι στα χέρια πρόβαλε στην Ωραία Πύλη. «Μετά φόβου Θεού, πίστεως καί αγάπης προσέλθετε». Ποιός θα προσερχόταν όμως; Αλλά παραξενεύτηκα- ή τυφλή προχώρησε με σταθερό βήμα, στάθηκε μπροστά στο Ποτήρι τής ζωής. Άνοιξε το στόμα... Ένοιωσα βαθειά πίκρα μέσα μου.
Εγώ... είχα δύο χρόνια να κοινωνήσω εγώ. Καί τί όμορφα, πού ήταν τότε. Τί αισθήματα άγια πλημμύρισαν τήν καρδιά. Ντράπηκα για το κατάντημά μου. Καί είδα τήν ώρα εκείνη το γέρο παπά καί τήν τυφλή γριά, σαν δύο διαλεχτές υπάρξεις, δύο μεγάλες προσωπικότητες. Αυτοί μπορούσαν να προσέρχονται, να πλησιάζουν με παρρησία τον Ένα, να ενώνονται με τον Βασιλέα του ουρανού καί τής γης... Ό πάτερ Ιάκωβος μάς κάλεσε να μάς δώση αντίδωρο. Με δειλία πήγαμε κοντά του. Τού σπασθήκαμε το χέρι. 



Ακόμη καί το αντίδωρο ήταν κάτι το πολύ σπουδαίο για τούς άσωτους εμάς.
Αποτραβηχτήκαμε σέ μια άκρη τής Εκκλησίας καί τον περιμέναμε, ώσπου ετοιμάσθηκε κι’ βγήκε από το ιερό. Είχε το πρόσωπό του ολόχαρο κι’ ακτινοβόλο ό γέρο - ιερομόναχος, τά μάτια γελαστά.
-Τώρα θα πάμε για φαΐ, είπε.
-Επήρε πάλι τήν αδελφή του από το χέρι. Μάς επήγε στο κελί του.
-Εμείς φτωχικά πράμματα έχουμε έδώ.
Επήρε από το καλάθι ένα πεπόνι, πού ζύγιζε έως δύο οκάδες. Τόκοψε με το τραπεζομάχαιρο στα τέσσαρα. Έβαλε τις φέτες επάνω στο σοφρά. Τράβηξε κοντά τά τρία κούτσουρα, τά σκαμνιά. Καθίστε, μάς είπε. Αυτός πλησίασε ένα άλλο καλάθι, πού κρεμόταν με σκοινί από το πάτερο. Επήρε από κει το καρβέλι το μπομποτόψωμο, το κοψε με τά χέρια σέ μεγάλα κομμάτια. Εύλόγησε το τραπέζι.
-Καλώς ήρθατε, είπε. Τρώγετε.


Θυμήθηκα, ότι είχα μαζί μου σουγιά. Τον έβγαλα καί τον μεταχειρίστηκα για πιρούνι. Ό απλοϊκός καλόγηρος χρησιμοποιούσε για τον ίδιο σκοπό τά χονδρά δάκτυλά του. Αφού φάγαμε το λιτό εκείνο γεύμα, μάς ερώτηση:
-Τί θέλετε από μένα τώρα;
-Δύο πράγματα, αποκρίθηκε ταπεινωμένος ό άλλοτε καπετάν Φωτιάς. Έναν τόπο να ξαποστάσουμε λίγο. Όλη τήν νύκτα δεν έκλείσαμε μάτι. Έπειτα, ζητάμε να μάς βοηθήσεις, γέροντα, να φθάσουμε με ασφάλεια στα Τζουμέρκα.
-Στα Τζουμέρκα;! Μα εκεί είναι οι άλλοι (δηλαδή το Ε.Δ.Ε.Σ. τοΰ Ζέρβα).
-Ναι, σ’ αυτούς πάμε, να ζητήσουμε τήν προστασία τους. Άλλη σωτηρία δεν έχουμε.



-Καλά, απήντησε, καλά. Θα σάς στρώσω ένα χράμι να κοιμηθείτε στην άλλη κάμαρη, πόχει πάτωμα. Όταν ξυπνήστε, τά ξαναλέμε.
Πέσαμε ξεροί. Ξυπνήσαμε αργά, το δειλινό. Ό γέροντας μάς περίμενε. Είχε βάλει πάνω στο σοφρά δύο μεγάλες κατακόκκινες, λαχταριστές ντομάτες κι’ είχε γεμίσει με δροσερό νερό το κέδρινο κανάτι.
Θα χρειαστούν, μάς είπε, κάπου δώδεκα ώρες, για να βρεθείτε στα λημέρια τών άλλων. Κι’ αφού σάς κυνηγάνε, θα πρέπει να θολώστε τά νερά καί να τούς ξεγελάστε. Σοφίστηκα λοιπόν, το έξης σχέδιο: Ό Ηλίας, πουχει τά γένια, να βάλει επάνω του αυτό το δεύτερο ράσο μου. Θα τοΰ δώκω καί το καλυμμαύχι το παλιό. Χωρίς άλλο, θα τον πάρουνε για παπά. Όσο για το παιδί, μούρθε τούτο στο νου. Να το ντύσουμε με γυναικεία σκουτιά τής αδελφής μου... Δέ θα πονοιαστή κανένας. Όταν φθάσετε σ’ εκείνα τά μέρη, τά βγάνετε. Τώρα, αν σάς βολέψει καί μου τά ξαναστείλετε, θα- ναι καλά. Γιατί δεν τάχουμε πολλά καί μάς χρειάζονται.
Ό Ηλίας τον άκουγε με προσοχή καί θαυμασμό ακόμη.
-Έχω εδώ καί το ταγάρι, πρόσθεσε. Έβαλα μέσα κάμποσα καρύδια καί παξιμάδια. Τά εφύλαξα για καμιά ανάγκη. Μα ανάγκη είναι καί αυτή.
Συμμορφωθήκαμε με τού γέρο - παπά τις υποδείξεις. Έτσι, με το πέσιμο τοΰ ήλιου, μεταμφιεσμένοι καθώς ήμαστε, πήγαμε καί προσκυνήσαμε το Χριστό καί τήν Παρθένο στο Εκκλησάκι. Έπειτα ήρθε ή ώρα ν’ αποχαιρετήσουμε τον ερημίτη.


-Πάτερ -μίλησε με συστολή ό Φωτιάς- εγώ είμαι μεγάλος αμαρτωλός. - Τά δικά μου τά κρίματα...
-Τέκνον μου - σήκωσε το χέρι καί το στήριξε στον ώμο τοΰ αντάρτη ό γέροντας.
-«Ό Θεός ημών ελεεί». Θέλεις να προσπέσεις εις το μέγα έλεος, τοΰ Κυρίου; Θέλεις να πάρεις το λουτρό τής μετανοίας καί εξομολογήσεως;». Ακολούθησε σιωπή. Έπειτα άκουσα το ψέλλισμα τοΰ αδελφού μου.
-Ναι... θέλω....
Τον τράβηξε ελαφρά ό λειτουργός τοΰ Θεού. Μπήκαν στην Εκκλησία. Πόση ώρα τούς περίμενα, κι’ εγώ δεν το ξέρω. Όμως το καταλάβαινα, το πρόσταζε ή συνείδησης, πούχε ξυπνήσει καί μόνη τώρα αυτή κυβερνούσε. Έφτανε τώρα ή σειρά μου.
-Κι’ εγώ, πάτερ, τοΰ είπα... Να εξομολογηθώ κι’ εγώ.


Δεν το θυμάμαι, πότε βρεθήκαμε στον ιερό τόπο. Όμως θυμάμαι, ότι έτρεμαν τά χείλη μου, έτρεμε ή φωνή μου, έτρεχαν τά μάτια μου. Τήν ώρα εκείνη δέ βρισκόμουν μπροστά σ’ έναν παπαδάκο, αλλά μπροστά στον ίδιο, τον άγιο καί παντοκράτορα Θεό. Ό πνευματικός, πού έβλεπε το σπαραγμό τής ψυχής μου, εζήτησε να με παρηγορήσει.
-Τούτο το δάκρυ σου, τέκνον μου, τά έπλυνε, καί τά έσβησαν όλα σου τά κρίματα. Έχε εμπιστοσύνη εις τήν δύναμη τής σταυρικής τοΰ Χριστού θυσίας. Όμως, πρόσεξε, πρέπει ν’ αλλάξεις διαγωγή καί πορεία. «Μηκέτι άμάρτανε...».


Μου έσφιξε το χέρι κι’ εγώ έσκυψα καί έβρεξα το δικό του με το δάκρυ μου. Βρεθήκαμε στην αυλή τής Εκκλησίας. Ό γέροντας ήταν βαθειά συγκινημένος.

-Άγγελος Κυρίου να συμπορεύεται με σάς, ευχήθηκε.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ.

ΠΑΤΗΡ ΙΑΚΩΒΟΣ ΒΑΛΟΔΗΜΟΣ. ΈΝΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΆΓΙΟΣ. 1870-1960

 ΕΚΔΟΣΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: