Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2015

ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΣΤΟ ΣΙΝΑ. ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΜΕ ΤΟΝ ΚΥΡΙΑΚΟ ΜΑΡΚΙΔΗ. ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΟΡΥΦΗ. ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ.




Στις τρεις παρά τέταρτο είχαμε μαζευτεί στον κεντρικό περίβολο, όπου βρίσκονταν και άλλες ομάδες με τους οδηγούς τους. Όλοι είχαν φακούς. Η νύχτα ήταν αφέγγαρη και χωρίς τους φακούς δεν βλέπαμε πέρα από τη μύτη μας.
«Ποπό!» είπε η Νίκη, φωτίζοντας με το φακό της τα πόδια της Ολυμπίας. «Δεν μπορείς να ανεβείς στο βουνό μ’ αυτά τα παπούτσια! Αποκλείεται!» Ο πατέρας της, ο Κώστας, συμφώνησε. Η Ολυμπία φορούσε συνηθισμένα παπούτσια του δρόμου. Η ίδια επέμεινε ότι τα παπούτσια ήταν άνετα και ότι δεν επρόκειτο να έχει κανένα πρόβλημα. Τα είχε φορέσει πολλές φορές όταν περπατούσε για ψώνια στη Λεμεσό. Άλλωστε, δεν είχε φέρει παπούτσια πεζοπορίας. Η Νίκη κοίταξε τα παπούτσια της Έμιλι και τα δικά μου με το φακό της και τα ενέκρινε. Θα φτάναμε στην κορυφή.


Ο Αχμέτ μας τόνισε ότι ήταν πολύ σημαντικό να μένουμε μαζί, για να μη χαθούμε μες στο σκοτάδι ή για να μην μπερδευτούμε με άλλες ομάδες. Έπρεπε να προστατεύσει ι η φήμη του. Αν συνέβαινε τίποτα σε αυτούς που οδηγούσε, μπορεί να έχανε την άδειά του. Μόλις είχε παντρευτεί και χρειαζόταν τα χρήματα που έβγαζε ως οδηγός. Καθώς βγαίναμε από τη μονή, έπρεπε να δείξει την άδειά του στους ένοπλους φρουρούς. Η δουλειά του Αχμέτ ήταν να οδηγεί προσκυνητές και τουρίστες πάνω στο βουνό. Μας είπε ότι έκανε αυτή τη διαδρομή σχεδόν καθημερινά για αρκετά χρόνια. Συχνά την έκανε αρκετές φορές μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες, με ελάχιστο ύπνο.


Με τους φακούς μας στο ένα χέρι και τα μπαστούνια στο άλλο, βγήκαμε από τα τεράστια τείχη της μονής. Είδαμε πλήθη κόσμου με τους οδηγούς τους να ετοιμάζονται να ανεβούν στο βιβλικό βουνό. Δεν ήταν μόνο προσκυνητές, αλλά και μια στρατιά τουρίστες που είχαν πάει στα θέρετρα της Ερυθράς Θάλασσας για ηλιοθεραπεία και καταδύσει• και είχαν έρθει με λεωφορείο από το Σαρ Ελ Σεΐχ για να δουν την ανατολή από την κορυφή του βουνού. Η επί σκέψη στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης και η άνοδος στο  Όρος του Μωυσή ήταν μέρος του πακέτου διακοπών του. Ακολουθώντας τις οδηγίες του Αχμέτ, παραμέναμε ο ένας κοντά στον άλλον. Ο ουρανός από πάνω μας ήταν καθαρός και έναστρος, χωρίς φεγγάρι. Μπροστά μας, βλέπαμε μια σειρά από φακούς να ανεβαίνουν με ζικ ζακ στο βουνό σαν κινούμενα αστέρια. Συχνά, ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις τα φώτα των πεζοπόρων από τα άστρα στον ουρανό από πάνω τους. Η σκηνή προκαλούσε δέος. Δεξιά και αριστερά από το μονοπάτι περίμεναν Βεδουίνοι με καμήλες. Ήταν δύσκολο να τους δεις, μέχρι που ερχόσουν πρόσωπο με πρόσωπο με μια καμήλα που καθόταν σιωπηλά και υπομονετικά δίπλα στο δρόμο.


Η Νίκη και οι γονείς της περπατούσαν μπροστά μας, με τον Αχμέτ. Η Έμιλι και η Ολυμπία ήταν πίσω μου κι  έφεγγα με το φακό στο έδαφος για να βλέπουμε πού πατάμε. Ο Αχμέτ σταματούσε κάθε τόσο, κοίταζε πίσω και φώναζε τα ονόματά μας για να βεβαιωθεί ότι δεν έλειπε κάνει•..
«CAMEL? “CAME?» ακούγαμε να ρωτούν οι Βεδουίνοι. Και μετά: «Καμήλα; Καμήλα;», όταν μας άκουγαν να μιλάμε ελληνικά. Κανείς μας δεν ήθελε να ανεβεί το βουνό στην πλάτη μιας καμήλας. Και η Ολυμπία αρνήθηκε κατηγορηματικά να κάνει κάτι τέτοιο. Δυστυχώς, όμως, ύστερα από σχεδόν δύο χιλιόμετρα, συνειδητοποίησε ότι η Νίκη και οι γονείς της είχαν δίκιο για τα παπούτσια της. Μας διαβεβαίωσε ότι θα γυρνούσε στο μοναστήρι μόνη της, ακολουθώντας τους πεζοπόρους με τους φακούς που έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση.


Αργότερα, μάθαμε ότι η επιστροφή της Ολυμπίας δεν ήταν τόσο εύκολη. Μπερδεύτηκε μες στον κυκεώνα από πεζοπόρους, Βεδουίνους και καμήλες και δεν ήξερε ποιο μονοπάτι να ακολουθήσει. Τότε, άκουσε έναν μικρό Βεδουίνο να της φωνάζει στα ελληνικά: «Έλα από δω». Η Ολυμπία έπιασε το παιδί από το χέρι κι αυτό την οδήγησε ως το μοναστήρι. Όταν του πρόσφερε χρήματα, αρνήθηκε. Αυτό ήταν παράξενο, καθώς, όπου πηγαίναμε στην Αίγυπτο, τα φιλοδωρήματα ήταν αναμενόμενα ακόμα και για μικρό εξυπηρετήσεις. Ο Λαύρος μας είχε συμβουλεύσει να έχουμε έτοιμα άφθονα ψιλά.
Επιταχύναμε το ρυθμό μας. Όλοι ήθελαν να φτάσουν στην κορυφή έγκαιρα για να δουν τη φημισμένη ανατολή. Κάθε τόσο φτάναμε σε σημεία ανάπαυσης, όπου μπορούσαμε να ξεκουραστούμε για μερικά λεπτά. Ο χώρος φωτιζόταν από λάμπες κηροζίνης και ήταν διακοσμημένος με πολύχρωμα χαλιά υφασμένα από Βεδουίνους. Οι πεζοπόροι μπορούσαν να αγοράσουν εκεί εμφιαλωμένο νερό και άλλα αναψυκτικά και να μιλήσουν μεταξύ τους. Υπήρχαν προσκυνητές όλων των θρησκευτικών αποχρώσεων.
Στην πρώτη στάση μας, ανοίξαμε συζήτηση με έναν εύθυμο Σαουδάραβα πατέρα και τα πέντε εξίσου εύθυμα παιδιά του, τέσσερις κόρες και ένας γιος. 

Οι κοπέλες δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν περισσότερο από το στερεότυπο της γυναίκας της Σαουδικής Αραβίας που είναι πάντα καλυμμένη. Φορούσαν εφαρμοστά τζιν και δεν είχαν μαντίλες ή πέπλα στο κεφάλι τους. «Όταν είμαστε στη Σαουδική Αραβία, φοράμε τζιν κάτω από τα φορέματά μας. Μόλις μπούμε σπίτι ή μόλις πάμε σε άλλη χώρα, βγάζουμε τα πέπλα και τις κελεμπίες και μένουμε με τα τζιν», μας είπε η μεγαλύτερη κόρη.


Ήταν ακόμη πολύ σκοτεινά και χρειαζόμαστε τους φακούς μας μέχρι που φτάσαμε στο τελευταίο σκέλος της διαδρομής, όπου άρχιζαν τα εφτακόσια πενήντα σκαλοπάτια που καμία καμήλα δεν θα μπορούσε να ανεβεί. Καθώς αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τα σκαλοπάτια, φάνηκε το πρώτο φως στον ουρανό. Ήταν δύσκολη άνοδος και μερικές φορές, έπρεπε να χρησιμοποιείς και τα πόδια και τα χέρια. Ευτυχώς, το πόδι της Εμιλι δεν της δημιούργησε προβλήματα και χαρήκαμε που η Ολυμπία είχε αποφασίσει να γυρίσει πίσω. Σίγουρα δεν θα κατάφερνε να φτάσει στην κορυφή με τα παπούτσια που φορούσε. Υπήρχε πολύς κόσμος, γιατί όλες οι ομάδες συνέκλιναν στα σκαλιά και προσπαθούσαν να φτάσουν στην κορυφή πριν από την ανατολή. Στη βάση της πέτρινης σκάλας στέκονταν νεαροί Βεδουίνοι και ρωτούσαν αν χρειαζόμαστε βοήθεια. Με ένα φίλο δώρημα, βοηθούσαν τους ανεκπαίδευτους πεζοπόρου», να ανεβούν από το ένα σκαλοπάτι στο επόμενο. «Ηelp Ηelp?» ρωτούσαν επίμονα. Αν υποψιάζονταν ότι ήμαστε Έλληνες: «Βοήθεια; Βοήθεια;» Δεν θυμάμαι πόσες φορές, είπα «Όχι, ευχαριστώ».


Συνεχίσαμε να ανεβαίνουμε πλησιάζοντας στον προορισμό μας. Δεν χρειαζόμαστε φακούς πια. Καθώς ανεβαίναμε τα ατελείωτα σκαλοπάτια, αναρωτήθηκα πόσα από αυτά είχε πελεκήσει από το γρανίτη ο πατήρ Μωυσής. Είπα στην Έμιλι, που βρισκόταν πίσω μου, ότι ίσως δεν ήταν σύμπτωση που ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, ο ηγούμενος της μονή», κατά τον έβδομο αιώνα, που είναι επίσης γνωστός και ο «Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος», ονόμασε το κλασικό πνευματικό του έργο «Κλίμαξ Θείας Ανόδου». Το βιβλίο είναι μια σειρά από μαθήματα που εξηγούν πώς μπορεί κανείς να ανεβεί σκαλοπάτι-σκαλοπάτι για να πλησιάσει τον Θεό και να ενωθεί μαζί του. Πρέπει να είχε πάρει την ιδέα όχι μόνο από το όραμα του Ιακώβ στη Γένεση, αλλά και από την άνοδο σε αυτά τα σκαλιά κάποιο ανοιξιάτικο πρωινό για να δει τον ήλιο να ανατέλλει πάνω από τα βουνά της Αραβίας.


Ξεκουραστήκαμε στην τελευταία στάση. Απείχαμε μόνο δέκα λεπτά από τον προορισμό μας. Οι τουρίστες και οι προσκυνητές που δεν είχαν ντυθεί καλά, μπορούσαν να νοικιάσουν χειροποίητες κουβέρτες από τους Βεδουίνους σου φαίνεται ότι διέθεταν ιδιαίτερα επιχειρηματικό πνεύμα.
Η Νίκη απόρησε που κατάφερναν να βγάζουν χρήματα σε κάθε τμήμα του δρόμου: πρώτα με τις καμήλες, μετά προσφέροντας προσωπική βοήθεια στην αρχή της σκάλας και, τέλος, με τις κουβέρτες.
Έκανε κρύο εκεί πάνω. Ευτυχώς, χάρη στις καλές συμβουλές που μας είχαν δώσει, φορούσαμε απανωτά στρώματα ρούχων και έτσι μπορούσαμε να φοράμε και να βγάζουμε ανάλογα με τις ανάγκες. Στα 2.285 μέτρα, ο άνεμος ήταν δυνατός και διαπεραστικός. Ο Αχμέτ μας είπε ότι μπορούσαμε να διανύσουμε τα τελευταία δέκα λεπτά μόνοι μας. Θα μας περίμενε στην περιοχή ανάπαυσης από κάτω. Εξήγησε ότι δεν είχε νόημα να έρθει κι αυτός, γιατί ήταν αδύνατον να χαθούμε από εκείνο το σημείο μέχρι την κορυφή. Ο οδηγός μας πρέπει να είχε δει την ανατολή αμέτρητες φορές.


Επιτέλους, φτάσαμε. Υπήρχαν ήδη καθισμένα στην άκρη του γκρεμού διακόσια άτομα που περίμεναν ανυπόμονα ι ην ανατολή. Το πρώτο μας μέλημα ήταν να προστατευτούμε από το κρύο. Βρήκαμε ένα απάνεμο σημείο σε ένα βράχο κοντά σε έναν άλλο λίγο ψηλότερο και στριμωχτήκαμε και οι πέντε εκεί, φροντίζοντας να μην πλησιάζουμε στην άκρη του γκρεμού. Η ώρα ήταν έξι παρά τέταρτο. Από στιγμή σε στιγμή θα βλέπαμε την ανατολή του ήλιου όπως την έβλεπε και ο Μωυσής. Μόλις δέκα μέτρα μακριά μας, στην κορυφή, υπήρχε ένα ελληνορθόδοξο εκκλησάκι και ένα τζάμι Βρήκα το συμβολισμό συναρπαστικό, αλλά η διερεύνηση του έπρεπε να περιμένει για μετά την ανατολή του ήλιου.


Επιτέλους, οι πρώτες ακτίνες φάνηκαν πάνω από τις βουνοκορφές. Οι πεζοπόροι ξέσπασαν σε βροντερά χειροκροτήματα. Δεν θυμάμαι άλλη στιγμή στην οποία να έδειξε ο κόσμος τέτοιο ενθουσιασμό με την εμφάνιση του ήλιου. Ήταν λες και εκείνη τη στιγμή ο Θεός είχε αποκαλύψει τις Δέκα Εντολές του στην ανθρωπότητα και το χειροκρότημα αντικατόπτριζε την εκτίμησή μας για την πατρική Του αγάπη. Αισθάνθηκα ρίγη, όχι από το κρύο, αλλά από τη συνειδητοποίηση ότι στεκόμαστε σε ιερό έδαφος που είχε καθαγιαστεί ανά τις χιλιετίες από την αφοσίωση των προσκυνητών και τη λαχτάρα τους για ένωση με τον Δημιουργό τους. Μου ήρθαν στο νου ορισμένα τμήματα από το κλασικό έργο του Χιούστον Σμιθ, Οι Θρησκείες τον Κόσμον, το οποίο είχα διαβάσει αρκετές φορές. Γράφονται, για τον ιουδαϊσμό και το ρόλο που έπαιξε στην κατανόηση του Θεού από τη Δύση, ο Σμιθ εξέτασε τη διαφορά ανά μέσα στον Θεό όπως τον αντιλαμβάνονταν οι Εβραίοι και τους θεούς όπως τους αντιλαμβάνονταν οι κουλτούρες της γύρω περιοχής.

«Ο Θεός των Εβραίων δεν εμφάνιζε κανένα από αυτά τα στοιχεία [ανηθικότητα, εκδικητικότητα και αυθαιρεσία] τα οποία χαρακτήριζαν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό τους θεούς των γειτόνων τους. (...) Οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι, οι Σύριοι και οι περισσότεροι άλλοι μεσογειακοί λαοί θα έλεγαν δύο πράγματα για το χαρακτήρα των θεών τους. Πρώτον, ότι τείνουν να είναι αμοραλιστές και, δεύτερον, ότι είναι κατά κύριο λόγο αδιάφοροι απέναντι 
στην ανθρωπότητα. Οι Εβραίοι αντέστρεψαν τη σκέψη των συγχρόνων τους σε αυτά τα σημεία. Ενώ οι θεοί του Ολύμπου κυνηγούσαν ακούραστα όμορφες γυναίκες, ο Θεός του Σινά προστάτευε χήρες και ορφανά. (...) [Ο Θεός όπως αποκαλύπτεται από τους Εβραίους προφήτες] είναι ένας Θεός ενάρετος, του οποίου ο οικτιρμός είναι από αιώνος και του οποίου το έλεος εκφράζεται σε όλα του τα έργα»."
Ο Σμιθ γράφει ότι η εβραϊκή ηθική που ενσωματώνεται στις Δέκα Εντολές (ου φονεύσεις, ου μοιχεύσεις, ου κλέψεις, ου ψευδομαρτυρήσεις κ.λπ.) επηρέασαν την ιστορία του κόσμου: «Οι Δέκα Εντολές υιοθετήθηκαν από το χριστιανισμό και τον ισλαμισμό και αποτελούν το ηθικό θεμέλιο του μεγαλύτερου μέρους του δυτικού κόσμου».
Διατύπωσα αυτές τις σκέψεις στην Έμιλι, που ήταν εξίσου συγκινημένη. Ο Κώστας, όμως, ο πατέρας της Νίκης, που ήταν συνταξιούχος δάσκαλος, δεν εντυπωσιάστηκε. Σε όλη τη διαδρομή πετούσε το ένα αστείο μετά το άλλο, βοηθώντας μας να ξεχνάμε την κούραση. Αυτή τη φορά, όμως, δεν αστειευόταν - ένιωθε απογοητευμένος. «Έχω δει καλύτερες ανατολές στη Ζάκυνθο», είπε σοβαρός. «Γιατί, λοιπόν, όλη αυτή η φασαρία;»
«Κι εγώ έχω δει πιο θεαματικές ανατολές, και στην Κύπρο και στο Μέιν», συμφώνησα. «Τα χρώματα ήταν πιο ζωντανά και υπήρχε μεγαλύτερη ποικιλία αποχρώσεων του κόκκινου και του κίτρινου. Όμως, δεν είναι αυτό το θέμα. Το σημαντικό είναι ότι για πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι πίστευαν πως ο προφήτης Μωυσής συνάντησε τον Θεό και μίλησε μαζί Του εδώ. Ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ», συνέχισα, «είναι ένας σμιλών Θεός. Έχει επικοινωνήσει και συνεχίζει να επικοινωνεί με την ανθρωπότητα μέσα από τους προφήτες Ίου. Δεν είναι μια απρόσωπη και αδιάφορη θεότητα που διατηρεί το σύμπαν σε κίνηση, αλλά ένας θεμελιακά προσωπικός, παντογνώστης, παντοδύναμος και πανάγαθος Θεός. Αυτή είναι η σημασία της εμπειρίας που βιώνουμε εδώ, και όχι  τα χρώματα, τα οποία μπορεί να ποικίλλουν ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες και τα σωματίδια στην ατμόσφαιρα
«Καταλαβαίνω, καταλαβαίνω», είπε ο Κώστας, με εντελώς διαφορετική στάση τώρα.


Αφού έκανε την πλήρη εμφάνισή του ο ήλιος και συνεχίσαμε για λίγο να αναλογιζόμαστε τη θρησκευτική σημασία του εδάφους στο οποίο πατούσαμε, στη συνέχεια εξερευνήσαμε τη στενή κορυφή και κοιτάξαμε μέσα από τις κλειδωμένες πόρτες της μικροσκοπικής ορθόδοξης εκκλησίας και του εξίσου μικροσκοπικού γειτονικού της τζαμιού. Άλλοι προσκυνητές έκαναν τον πρωινό διαλογισμό τους ή την πρωινή προσευχή τους, καθισμένοι σταυροπόδι πάνω σε βράχους, με κλειστά μάτια και στραμμένοι προς ανατολική κατεύθυνση. Μισή ώρα αργότερα, αρχίσαμε την κάθοδο για να συναντήσουμε τον Αχμέτ στο σημείο ανάπαυσης.
Φτάσαμε στις παρυφές της μονής γύρω στις οκτώμισι, όταν ο ήλιος είχε αρχίσει να ζεσταίνει τη Γη. Έξω από τα τείχη του μοναστηριού, σε μια περιοχή από συμπαγή λείο βράχο, ήταν συγκεντρωμένα γύρω στα εκατό άτομα για μια υπαίθρια λειτουργία. Είχαν γονατίσει, ενώ ο ιερέας, που πρέπει να ήταν ή καθολικός ή αγγλικανός, τους ευλόγησε και άρχισε να τους κοινωνεί. Από τις δύο πλευρές, όχι μακριά από τα τείχη της μονής, επιβάτες που είχαν προτιμήσει να μην περπατήσουν στο δρόμο της επιστροφής, κατέβαιναν από τις καμήλες τους και περνούσαν κουρασμένοι δίπλα μας. Αυτό το συνονθύλευμα από καμήλες, πεζοπόρους
 Βεδουίνους ήταν ένα θέαμα που δεν θα το ξεχάσω ποτέ.

Έμοιαζε με σκηνή από την' Έξοδο.

Στη διάρκεια της εξάωρης εμπειρίας μας, η παρουσία τόσο Βεδουίνων με τις καμήλες τους μας καθησύχαζε. Ήταν το αντίστοιχο ενός ασθενοφόρου σε επιφυλακή, με έμπειρα χέρια έτοιμα να προσφέρουν βοήθεια σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Οι Βεδουίνοι της περιοχής, αν και πάντα επεδίωκαν να βγάλουν χρήματα από τους προσκυνητές και τούς τουρίστες, θεωρούσαν επίσης σαφώς τον εαυτό τους μέρος της μονής και έβλεπαν αυτόν το θεσμό σαν δικό ιούς. Σύμφωνα με τον πατέρα Παύλο, το μοναστήρι δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς αυτούς.

Ήταν φανερό ότι η επιβίωση της μονής για περισσότερα από χίλια τετρακόσια χρόνια οφειλόταν όχι μόνο στην ισχυρή οχύρωση του αυτοκράτορα Ιουστινιανού και στον αχτιναμέ του Μωάμεθ, αλλά κυρίως σε αυτή την αμοιβαία αλληλεξάρτηση αιώνων ανάμεσα στις δύο «κυψέλες», των μουσουλμάνων Βεδουίνων και των χριστιανών μοναχών. Και δεν ήταν μόνο η κατανομή εργασίας ανάμεσα σε αυτές τις δύο ομάδες που διατηρούσε τη συνοχή ανάμεσά τους, αλλά και μια ευδιάκριτη βαθύτερη συναίνεση αξιών που απέρρεε από το σεβασμό του ενός για τις παραδόσεις του άλλου και την ισχυρή τους ταύτιση με την Αγία Αικατερίνη.
Μετά το πρωινό, αποχαιρετήσαμε τους συνοδοιπόρους μας και ανταλλάξαμε διευθύνσεις: το τουριστικό γκρουπ με το οποίο είχαν έρθει έφευγε για το Κάιρο εκείνο το πρωί. Κατόπιν, πήγαμε στο δωμάτιό μας για να κάνουμε ένα ντους και να ξεκουραστούμε λίγο. Όμως, αν και δεν είχα κοιμηθεί καθόλου το προηγούμενο βράδυ, και πάλι δεν μπορούσα ούτε να ξεκουραστώ ούτε να κοιμηθώ. Για κάποιο λόγο, ένιωθα γεμάτος ενέργεια ύστερα από αυτό το
περιπετειώδες προσκύνημα. Έτσι, αρχίσαμε να τριγυρίζουμε στο μοναστήρι αναζητώντας τα άλλα μέλη της παρέας μας. Όμως, δεν τα βρήκαμε πουθενά.


Το μεσημέρι, πήγαμε στην εκκλησία της Μεταμόρφωση στη μέση της μονής, που είχε χτιστεί από τον Ιουστινιανό Εκεί θα γινόταν μια σύντομη ακολουθία και θα μας έδιναν το μυστηριώδες ασημένιο Δαχτυλίδι της Αγίας Αικατερίνης που μας είχε υποσχεθεί ο πατήρ Παύλος. Ήταν η πρώτη φορά που είδαμε πολλούς μοναχούς συγκεντρωμένους σε ένα μέρος. Υπήρχαν πλήθος τουρίστες και προσκυνητές και ήταν εύκολο να διακρίνεις αυτές τις δύο κατηγορίες. Οι προσκυνητές ήταν ευλαβικοί, κατάλληλα ντυμένοι, και γονάτιζαν και έκαναν το σταυρό τους σε διάφορα σημεία της ακολουθίας. Αντίθετα, οι τουρίστες έμοιαζαν με επισκέπτες σε ένα γραφικό μουσείο και συνήθως ήταν ανάρμοστα ντυμένοι, με σορτς και σανδάλια.

Όταν τελείωσε η ακολουθία, οι προσκυνητές κλήθηκαν να λάβουν την ευλογία του χοροστατώντας ιερέα, ο οποίος έδωσε στον καθένα μας ένα ασημένιο δαχτυλίδι με την ελληνική επιγραφή «Αγία Αικατερίνη». Ήταν το δεύτερο δαχτυλίδι που μου έδιναν - το πρώτο ήταν στο γάμο μου  την' με Εμιλι.


 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΑΡΚΙΔΗΣ Ο ΜΕΣΑ ΠΟΤΑΜΟΣ/ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΟΠΤΡΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: