Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 5 Αυγούστου 2017

Παράδοξες οπτασίες τής Μοναχής Ευπραξίας τίς όποιες έδιηγήθηκε εις τόν Γέροντα Άμφιλόχιον Μακρήν










Παράδοξες οπτασίες τής Μοναχής Ευπραξίας τίς όποιες έδιηγήθηκε εις τόν Γέροντα Άμφιλόχιον Μακρήν



Προλογικό σημείωμα τής Ηγουμένης Αγνής τής Ιεράς Μονής Έλεούσης 
Καλύμνου



Ή Μοναχή Ευπραξία, κατά κόσμον Αθηνά Αλαχούζου, έζησε στις άρχές του περασμένου αιώνα. Τακτικά έφιλοξενείτο από τό Χριστιανικό ζεύγος Άννα καί Γεράσιμο (άδελφός του Παππού μου) Κλεάνθους Ζερβό. Ή Άννα μετά την κοίμηση του Γερασίμου έγινε μεγαλόσχημη Μοναχή εις τό Ιερό Σπήλαιο της Πάτμου υπό του Όσιου Αμφιλοχίου Μακρή και μετονομάσθη Μάνικα Μοναχή.



Ή Μοναχή Ευπραξία άνεπαύετο στή περίθαλψη τής άνωτέρω οικογένειας, όπως καί ό Όσιος Σάββας ό εν Καλύμνω άσκήσας έως ότου καταστάλαξε στη Μονή των Αγ. Πάντων.



Ή κ. Άννα στήν όποιαν καταφεύγαμε αΐ εν Καλύμνω άφιερωμένες νεάνιδες πρός πνευματικόν καταρτισμόν, μάς διάβαζε Φιλοκαλία, Μέγα Βασίλειο καί τα ασκητικά του Αββά Ισαάκ, μάς ανέφερε κάποτε και τήν οπτασία τής Αδελφής Εύπραξίας καί μάς μιλούσε γιά τήν απλότητά της.
Μέ χιούμορ μάς διηγήθη αύτό πού συνέβη σέ ένα ταξίδι του πρός τήν Αθήνα:



 Τά καράβια έκείνης τής έποχής είχαν πελώριους καθρέπτες στις γωνιές τής σκάλας. Κάποια στιγμή έχασαν την Ευπραξία καί ή κ. Άννα άνησύχησε καί έστειλε τόν Γεράσιμο νά την βρή μή τυχόν καί πέσει μέσ’ τη θάλασσα καί πνιγή γιατί δέν ήξαιρε κολύμπι.



Ό Γεράσιμος έτρεξε αμέσως ψάχνοντας γιά την Ευπραξία καί την βρήκε μπροστά σ’ ένα απ’ τούς πελώριους καθρέπτες νά μιλή καί νά χειρονομή προς μία άλλη μοναχή πού βρισκόταν μέσα στόν καθρέπτη καί έστενοχωρείτο διότι δέν άκουγε τή φωνή της και δέν καταλάβαινε τί τής έλεγε. Μόλις είδε τόν Γεράσιμο διαμαρτυρήθηκε:
«Τής μιλώ, μου μιλά καί δέν μπορώ ν’ ακούσω τή
φωνή της».



Αυτός ό απλός άνθρωπος κατέληξε στη Μονή της Ζωοδόχου Πηγής τής Πάτμου όπου καί απεβίωσε, αλλά δέν βρέθηκαν τά Μητρώα τής εποχής εκείνης για νά ξαίρωμε ακριβείς ημερομηνίες.



Ευτυχώς κάποια μέρα τού 1911 πήγε ό Γέροντάς μας Άμφιλόχιος Μακρής στη Ζωοδόχο Πηγή γιά να δή κάποια γνωστή του Αδελφή καί καθώς ομιλούσαν άναστέναζε ή Μοναχή Ευπραξία καί κατόπιν παροτρύνσεως έδιηγήθη τήν κατωτέρω οπτασίαν τήν οποίαν διετήρήσε καί μάς χάρισε ό Γέροντάς μας Άμφιλόχιος Μακρής.



Ή κ. Άννα Γερασίμου Ζερβού (Μάνικα Μοναχή) φιλοξενούσε τήν απλή Μοναχή Ευπραξία καί μάς διηγήθηκε τά έξής:
Ή Μοναχή Ευπραξία, κατά κόσμον Άλαχούζου Άθηνά επιθυμούσε νά γίνει Μοναχή, άλλά οι γονείς της ήθελαν νά τήν παντρεύσουν έστω και μέ τό ζόρι καί τό επέτυχαν. Ό έγγαμος βίος όμως δέν ευχαριστούσε τήν Άθηνά καί κάθε πρωΐ καθώς έθύμιαζε έλεγε στό Χριστό:
«Δέν τόν παίρνεις, Θεέ μου, νά γίνω καλόγρια».
Πράγματι σε 20 μέρες πέθανε ό σύζυγός της.
Μετά όμως άρχισαν νά τήν βασανίζουν οί τύψεις:
«Τί μου έφταιγε ό άνθρωπος νά τόν πεθάνω...».
’Έκλεγε, άρρώστησε καί τελικά πέθανε, άλλά δεν έτάφη γιατί κτυπούσε μιά αρτηρία στό λαιμό.


Στήν πραγματικότητα ό Αρχάγγελος Μιχαήλ τήν έβαλε στόν κόρφο Του σάν περιστέρι και τήν ανέβασε στόν Ουρανό όπου είδε τό Παράδεισο καί μέρος τής κολάσεως....







Κάποια χειμωνιάτικη μέρα, τήν 28ην Νοεμβρίου τού 1911, πήγα στήν γυναικεία Μονήν τής Ζωοδόχου Πηγής ή οποία ευρίσκεται εις την δυτικήν άκρη τής Χώρας τής Νήσου Πάτμου. Μέ τήν άδεια τής Καθηγούμενης Ευφημίας έπεσκέφθηκα κάποια συγγενή μου Μοναχή. Καθώς συζητούσαμε γιά τή Πρόνοια τού Θεού μιά από τις Μοναχές, πού εύρίσκοντο εκεί, ή Ευπραξία Μοναχή από τήν Κάλυμνο, αναστέναξε βαθειά και μου είπε μέ συστολή:



«Πρός δόξαν τού έσταυρωμένου μου Χριστού, καί διά τήν αγάπην τής πολιούχου μας Ζωοδόχου Πηγής καί ψυχική μας ώφέλεια, αναγκάζομαι σήμερα νά σάς διηγηθώ παράδοξα μυστήρια τά όποια ή θεία Πρόνοια έπέτρεψε νά μου συμβούν, γιά νά απαλλαγώ άπό τά νύχια τής κοσμικής ματαιότητος καί νά καταταχθώ εις τήν Μοναχικήν Πολιτείαν.



Τό 1900 κατά τίς θλιβερές εκείνες νύχτες, κατά τίς όποιες αγρυπνούσα δίπλα στό κρεβάτι τού μακαρίτου μου συζύγου, ό όποιος ήταν βαρειά άρρωστος, με πήρε λίγο ό ύπνος καί είδα ότι έγινε μεγάλος σεισμός καί άπό τό φόβο μου βγήκα έξω άπό τό σπίτι μας γιά νά σωθώ. Έξεπλάγηκα όμως όταν είδα νά λάμπη όλη ή Κάλυμνος με ένα ζωηρό φώς. Όπότε γύρισα πρός τά πάνω και είδα ότι ήνοιξε λίγο ό Ούρανός καί σχηματίστηκε μιά μακρόστενη πόρτα άπό τήν Ανατολή προς τή Δύση καί διά μέσου αυτής τής πόρτας έβλεπα απερίγραπτο φώς τό όποιο προήρχετο άπό τή φωτοχυσία πολλών αναμμένων λαμπάδων. Καθώς χαιρόμουν αύτό τό θέαμα είδα νά βγαίνη άπό την πόρτα αυτή ένας μεγάλος Σταυρός άπό καρυδιά.
Αύτόν τόν Σταυρόν ακολουθούσαν Άγγελοι οί όποιοι έψαλλαν ουράνιους ύμνους καί μερικοί απ’ αύτούς θύμιαζαν καί ευωδίαζε ή ατμόσφαιρα. Εξακολούθησα να παρατηρώ μέ προσοχή αυτή τη παράξενη παράταξη διότι ήθελα να μάθω πού διευθύνεται. Τελικά ήλθε προς τό μέρος μου, και ό Σταυρός σε λίγο ακούμπησε στό κεφάλι μου.



Άναλόγως τού μεγέθους Του μου φάνηκε πολύ ελαφρός. Κατόπιν τόν προσκύνησα καί φίλησα τήν βάσιν Του ψιθυρίζουσα μερικά τροπάρια τα όποια δέν ήξαιρα. Έν συνεχεία ό Σταυρός άπεμακρύνθη λίγο καί έστάθη μετέωρος. Τότε είδα άπό κοντά τόν Χριστόν σταυρωμένο ζωντανό μέ τό άκάνθινο στεφάνι στό κεφάλι Του καί δεξιά καί άριστερά του Σταυρού πολλούς 'Αγίους, δηλ. τον Τίμιον Πρόδρομον, τόν Αγιον Νικόλαον, τήν Αγίαν Αικατερίνην μέ τήν κορώνα στό κεφάλι της, τήν 'Αγίαν Καλλιόπην, τήν Μαγδαλινήν Μαρίαν, τήν Σαλώμην, τήν 'Αγίαν Βαρβάραν καί άλλους πολλούς. Μετά ένας Αγγελος έφερε στο Χριστό ένα στεφάνι άπό αμάραντα άσπρα λουλούδια. Ό Εσταυρωμένος μου έγνεψε να πάω κοντά καί τό έβαλε στό κεφάλι μου. Υποπτεύτηκα τόν λόγο πού μου έβαλε τό στεφάνι καί με ντροπή προς τόν Έσταυρωμένον Του είπα:
«Ναί Κύριε, τό στέφανο τούτο είναι πολύ ωραίο, άλλά εγώ έχω τό δικό μου».



Εκείνος μου απάντησε χαμογελαστά: «Το στέφανο τό όποιον έχεις σε λίγες μέρες θά σου τό αφαιρέσω».
Έπειτα μου δείχνει καί ένα ωραίο δακτυλίδι καί μου λέγει:
«Πάρε αυτό τό δακτυλίδι καί βάλε το στό δάκτυλό σου γιά αρραβώνα».


Εγώ παραξενεύτηκα γι’ αυτά τά απροσδόκητα, διότι δέν καταλάβαινα τήν έννοιά τους, καί απήντησα στό Χριστό:
«Λυπούμαι, Κύριε, γι’ αυτά πού άκούαν είμαι παντρεμένη».
Εκείνος άπήντησε: «Τό στέφανο πού έχεις καί αύτό τό δακτυλίδι πού φορείς, εγώ σου τά έδωσα καί τώρα εγώ σου τά άφαιρώ. Πρόσεξε να δής τί θάπογίνη τό δακτυλίδι πού φορείς».
 Καθώς τό κύτταζα, τό είδα να λυώνη να τρέχη κάτω καί να έξαφανίζεται.
«Λοιπόν, θέλεις», μου λέγει, «τώρα στό δάκτυλό σου αύτό πού σου προσφέρω;»
«Ευχαρίστως τό δέχομαι, άλλά δέν κρύπτω τήν αλήθεια: έλυπήθηκα πού έχασα τό δικό μου».




Τελικά, επειδή μου είπε ότι είναι αδύνατο να φορώ δύο δακτυλίδια αναγκάσθηκα να ύποχωρήσω καί ό Χριστός τό έβαλε στό δάκτυλό μου.
Τό κύτταξα μέ προσοχή καί τό είδα σάν χρυσό έλικα να περιτυλίσεται πυκνά στό δάκτυλό μου και να έχη κολλημένη μιά πολύτιμη πέτρα πάνω στην όποιαν ήτο ζωγραφισμένη μιά άγκυρα ή όποια με τή μύτη τού ένός σκέλους της διαπερνούσε ένα φίδι από τό λαιμό καί τό κρατούσε άπό τό στόμα.




Θαύμασα, λοιπόν, τή λάμψη καί τήν τέχνη με τήν οποίαν ήτο έπεξεργασμένο καί ρώτησα το Χριστό πόση ήταν ή αξία του.
Καί μου απάντησε: «Αυτό τό δακτυλίδι στη γη είναι ανεκτίμητο. Μόνο στούς Ούρανούς είναι γνωστή ή άξια του. Ό έλικας πού περιτυλίσει το δάκτυλο σου φανερώνει τή χάρη μου ή οποία με τήν βοήθεια των 'Αγίων τούς οποίους οφείλεις να επικαλείσαι, σε σκεπάζει καί προφυλάσσει άπό κάθε κακό. Ή πέτρα πού είναι έπάνω στόν έλικα φανερώνει τήν άκράδαντον πίστιν τήν οποίαν πρέπει να έχης σε μένα- ή δέ άγκυρα πού κρατά τό φίδι άπό τό λαιμό μέχρι τό στόμα είναι ή Αειπάρθενος Μητέρα μου, ή οποία όταν στηρίζης τήν έλπίδα σου σ’ αύτήν ώς άγκυραν καί μέ θέρμην τήν έπικαλεΐσαι, να ξαίρης ότι σε ολον τον αγώνα σου εναντίον του εχθρού, θά κράτη κατ’ αυτόν τρόπον τόν νοητόν δράκοντα διά να μή σε θανατώση ψυχικώς.

Ξαίρης ότι είσαι προορισμένη να πολεμήσης τόν διάβολο;»

«Όχι τού απήντησα».

«Μάθε λοιπόν ότι θά πάρω τόν σύζυγόν σου, έσύ δέ θά γίνης Μοναχή. Να 
 λοιπόν, τώρα γίνεσαι Μεγαλόσχημη».


Καί αμέσως έγνεψε στούς Αγίους πού ήταν γύρω Του καί άρχισαν να ψάλλουν μέ εξαιρετικήν άρμονία καί κατάνυξη."Επειτα Τού δώσανε ψαλίδι. Εγώ δέ έκαμα τρεις μετάνοιες καί έσκυψα τό κεφάλι μου μπροστά Του. Εκείνος έκοψε τά μαλλιά μου σταυροειδώς, μέ ονόμασε Ευπραξία καί παρέδωσε τίς τρίχες τής κεφαλής μου σε ένα άπό τούς 'Αγίους πού εύρίσκοντο εκεί. Εν συνεχεία μου φόρεσε ένα λευκό χιτώνα τόν όποιον μόλις έπέρασε άπό τό λαιμό μου, μου φάνηκε ότι ήμουν ολόγυμνη καί ξυπόλιτη καί μόνον ό χιτώνας έκάλυπτε τό σώμα μου.



Έπειτα μου έδωσαν μιά λαμπάδα καί ένα κομβόσχοινο καί έκάλεσε ονομαστικά τούς Αγίους πού ήταν τριγύρω καί τούς είπε να μέ κρατήσουν άπό τό χέρι καί να γυρίσωμε γύρω άπό τόν Τίμιον Σταυρό. Μετά στάθηκα αμέσως απέναντι στόν Εσταυρωμένο ό όποιος μου είπε:
«Ευπραξία, να ξαίρης ότι θά μπής σε μεγάλο πόλεμο καί θά αγωνιστής εναντίον μεγάλου πειρασμού. Όμως να μήν άπελπισθής ούτε να φοβηθής καθόλου, διότι γι’ αύτό σου δόθηκε ό αρραβώνας διά να θυμάσαι τή σημασία Του καί να παραμείνης στερεά στη πίστη καί τήν αγάπη μου ώστε ή Μητέρα μου πάνω σ’ αυτήν, σάν σε άμόνι, να κτυπά τήν κεφαλήν του δράκοντος καί να έμποδίση τήν κατευθείαν έναντίον σου ορμήν του».
Άκούσασα τ` ανωτέρω, έτρόμαξα καί παρεκάλεσα τόν Χριστόν, εάν είναι δυνατόν, να μου έλαφρωθή ό πόλεμος. Εκείνος όμως μου απάντησε:
«Είναι δυνατό. Κατά τόν αγώνα όμως είναι καί ή άμοιβή. Μή ξεχνάς ότι αυτός πού πιστεύει μπορεί να κάμη τά πάντα καί σου είναι άρκετή ή Χάρις μου».


Καί αφού είπε αύτά έγνεψε καί με έρραναν με χρυσά φύλλα. Τελικά με συνεχάρησαν οί Άγιοι πού ήταν γύρω στό Χριστό καί μου εύχήθηκαν να φανώ νικήτρια κατά του διαβόλου. Μετά προσεκίνησα τόν Χριστόν. Εκείνος δε αφού με εύλόγησε σταυρώνοντάς με έπέστρεψε στόν Ούρανόν μέ όλη Του τή συνοδία με ψαλμούς καί ύμνους.



Σε λίγες μέρες, σύμφωνα μέ τήν προδήλωση του Σωτήρα έχασα τόν σύζυγόν μου ό όποιος ήτο 22 ετών. Εγώ ήμουν τότε 19 χρόνων. Ό πρόωρος αποχωρισμός του συζύγου μου μέ λύπησε τόσο πολύ, πού άρρώστησα βαρειά. Επτά μήνες μετά τόν θάνατο του συζύγου, μου έδήλωσαν οί γιατροί ότι δέν θά γλυτώσω κ’ εγώ τόν θάνατο. Εκείνες τίς ήμέρες, έπί ένα μήνα, δέν έβλεπα καθόλου καί είχα πολλά παραληρήματα τά όποια προήρχοντο από συνομιλίες τίς όποιες είχα μέ πνεύματα γνωστών καί συγγενών πού είχαν πεθάνει.


Τελικά, μόλις βγήκε άπό τό σπίτι μας ό ιερέας ό όποιος γιά δεύτερη φορά μου έδωσε τά Άχραντα Μυστήρια είδα να μπαίνη στό σπίτι μας ένας ωραιότατος, μεγαλόσωμος νέος μέ φτερά ό όποιος είχε ολόλαμπρη πανοπλία καί γύρω άπό τή μέση του χρυσή ζώνη άπό τήν οποίαν έκρέμετο ένα μεγάλο σπαθί, σάν πριόνι, του όποιου ή λαβή άστραφτε. Μόλις τόν είδα να μπαίνη μέσα χαμογελαστός καί συμπαθητικός συνήλθα, πήρα δύναμη καί αφού άνασηκώθηκα κάθισα στο κρεβάτι.



Ό νέος υψώθηκε λίγο άπό τό έδαφος καί έστέκετο μετέωρος. Συγχρόνως εγώ έβαλα τό φόρεμα μου καί ξάπλωσα. Τότε ό μεγαλόσωμος νέος, αλλά γλυκύς καί πράος μέ πλησίασε ήρεμα καί έβαλε έλαφρά τό ένα πόδι Του στό γόνατό μου καί τό άλλο στό στήθος μου καί μου λέγει:



«Να πής στη Μητέρα σου να σου βάλη τά καλά σου φορέματα καί δακτυλίδι στό χέρι διότι θα σε παρουσιάσω στό δικαστήριο».
Αυτά τά άνέφερα στήν απαρηγόρητη Μητέρα μου, ή οποία κατά τό έθιμον ότι ή συμπεριφορά μου αυτή ήταν προανάκρουσμα του θανάτου μου αμέσως έκαμε ό,τι τής παρήγγειλα καί μέ έβαλε στό κρεβάτι.


Μετά μου λέγει ό Αρχάγγελος (Αυτό μούπε ότι ήταν τό όνομά Του).
«Να πής στη Μητέρα σου να σε τοποθέτηση έτσι ώστε να βλέπης κατά άνατολάς».
 Ή Μητέρα μου στήν αρχή δεν ήθελε. Όταν όμως τής είπα ότι έτσι διατάσει ό Αρχάγγελος έπείσθη καί με έβαλε να πλαγιάσω όπως τής είπα.
Γιά δεύτερη φορά έστάθη άπό πάνω μου, όπως προηγουμένως καί μου έδειξε τόν τρόπο με τόν όποιον παίρνει τίς ψυχές. Μου είπε όμως:
«Μή φοβάσαι γιατί εσύ δέν θάποθάνης τώρα».


Συγχρόνως είδα χαμογελαστούς νέους οι όποιοι έστέκοντο χαμογελαστοί γύρω άπό το κρεβάτι μου. Κοντά όμως στήν πόρτα είδα ένα άνθρωπάριο μέ κόκκινες τρίχες πού έμοιαζε με αρκούδα καί είχε πολύ μεγάλη κεφαλή. Επειδή μέ απειλούσε φοβήθηκα, άλλά οί νέοι μου έδωσαν θάρρος λέγοντας:
«Μή φοβάσαι εμείς ήλθαμε εξεπίτηδες γιά να σε συνοδεύσωμε».


Ό Αρχάγγελος έστάθη άπό πάνω μου, όπως προηγουμένως, μέ σταύρωσε τρεις φορές καί λέγει:



«Πνεύμα βγές έξω (έξελθε) άπό τό σώμα».


Μόλις έδωσε τή διαταγή αίσθάνθηκα ένα πράγμα (άντικείμενον) τό όποιον άνέβαινε στο στήθος μου γιά να βγή άπό τό στόμα μου. Και κατάλαβα ότι βγήκα άπό τό στόμα μου σάν περιστέρι τό όποιο άναπέτασε καί πήγε στό χέρι του Αρχαγγέλου ό όποιος μέ έβαλε εις τόν κόρφον Του. Άπό τόν κόρφον Του κύταξα έξω καί είδα τό σώμα μου νεκρό καί τό στόμα μισανοικτό. Τη μητέρα μου δέ καί τούς άλλους να κλαίουν με φωνές καί να οδύρονται. Μετά ό Αρχάγγελος βγήκε άπό τό σπίτι μας, κρατώντας με, όπως είπαμε, καί μπήκε σ’ ένα μεγάλο σπίτι τής πόλεως μας, όπου έβλεπα δεξιά καί αριστερά μεγάλα και μεγαλοπρεπή δωμάτια. Είδα επίσης λευκοφορεμένους χαριτωμένους νέους να περιφέρονται μέ τάξη καί χωρίς τόν έλάχιστο θόρυβο μέ άκρα σιωπή να μπαίνουν καί να βγαίνουν άπό τά δωμάτια.




Αύτά τά έβλεπα εύρισκομένη σε ένα απ’ αυτά τά δωμάτια εις τό όποιον μπήκε ό Αρχάγγελος, μέ έβγαλε άπό τόν κόρφο Του καί μέ μετέφερε στήν άνθρώπινη μου μορφή. Είδα τόν έαυτόν μου ντυμένο μέ τά ρούχα τής νοητής μου χειροτονίας καί μέ τό δακτυλίδι του Εσταυρωμένου. Ό Αρχάγγελος μέ διέταξε να σταθώ έδώ έως ότου έπιστρέψει. Αλλά μόλις έφυγε εκείνος μπήκαν μέσα κάτι νέοι, οι όποιοι μόλις μέ είδαν καί μάλιστα μέ τό δακτυλίδι έγνεψαν ό ένας στόν άλλο, με ρώτησαν καί έγραψαν τό όνομά μου σ’ ένα βιβλίο «Άθηνά Άλαχούζου». Όταν έφυγαν αυτοί ήλθε ό αρχάγγελος, μέ έπιασε άπό τό χέρι καί μ’ ένα παράξενο τρόπο μέ μετεσχημάτισε αμέσως σε περιστέρι καί μέ έβαλε στόν κόρφο Του. Μετά βγήκε άπό τό σπίτι καί περνούσε όρη καί απέραντα δάση διότι, όπως μου είπε έπρόκειτο νάνεβή σε ψηλό όρος καί άπό κει μέ σκάλα θα ανέβουμε στόν ουρανό. Όταν όμως ανεβήκαμε στό ψηλό όρος είδα άγριους μαύρους οί όποιοι έσερναν από ένα σκοτεινό χάσμα μέ μακρυά μαύρα σχοινιά μιά γνωστή μου γυναίκα, ή οποία ζει τώρα στήν Κάλυμνο, τυλιγμένη από τήν κεφαλή μέχρι τά πόδια μέ φθαρμένο σχοινί βαμμένο μέ κατράμι.



 «Αυτή», μου λέγει ό Αρχάγγελος, «κρύπτει φοβεράν αμαρτίαν καί αν δεν την έξομολογηθή θα πάθη χειρότερα». Σ’ αυτό τό όρος είδα αυτή τή σκάλα τής όποιας ή κορυφή έμπαινε μέσα στόν ουρανό αλλά ή βάσις της δέν έστηρίζετο στη γη, άπήχε πολύ από τό έδαφος. Ή ποιότης τής σκάλας άκαθόριστος, τό χρώμα της μεταξύ άσπρου καί καφέ, τά σκαλιά της δέ στενά καί μακρυά τό ένα από τό άλλο. Κατατρόμαξα όταν πήδηξε ό Αρχάγγελος στό πρώτο σκαλί καί την τράνταξε πολύ. Όμως συνεχώς μου έδιδε θάρρος καί επί πλέον μέ συμβούλευε να βλέπω προς τά έξω. Γύρισα λοιπόν κάτω προς τά δεξιά καί είδα μιά απέραντη μαύρη θάλασσα μέ μεγάλα άγρια κύματα καί ανθρώπινα σώματα να περιφέρωνται έδώ καί κει καί να υποφέρουν πολύ. Μου είπε δε ό Αρχάγγελος ότι είναι οι Φαρισαίοι ύποκριταί.




Κάτω δέ από τή σκάλα, ένα μεγάλο μέρος ξηράς μακρόστενης πάνω στήν οποίαν έστέκοντο μαύροι καί φοβεροί δαίμονες μέ μακρυά κοντάρια με γάζους, καί προσπαθούσαν να μέ αρπάξουν. Επί πλέον δέ ενώ εξακολουθούσε ό Αρχάγγελος νάνεβαίνη τή σκάλα, ή οποία είχε σαράντα σκαλοπάτια, είδα καί άλλους πάρα πολλούς δαίμονας να μάς ακολουθούν καί να φωνάζουν να μέ παραδώση σ’ αυτούς ό Αρχάγγελος. Αλλά Αυτός έβγαζε συνέχεια χρήματα από ένα μεγάλο πορτοφόλι, πού έκρέμμετο από τόν ώμο Του, τούς τα μοίραζε καί έξηκολούθη νάνεβαίνη γρήγορα. Οι δαίμονες όμως μάς ακολουθούσαν καί τού έδειχναν σημειώσεις άμαρτιών.

Έν συνεχεία έστρεψα τό βλέμμα μου προς τα πάνω γιά να δώ αν φθάσαμε στόν ποθούμενο Ουρανό καί είδα τήν σκάλα να έπεκτείνεται έπ’ άπειρον καί μέσον αυτής σάν διά παραπετάσματος είδα τρεις Ούρανούς. Ό πρώτος ήτο γαλάζιος, ό δεύτερος άσπρος μέ μερικά συννεφάκια καί ό τρίτος πάνω από τούς δύο πρώτους πολύ λαμπερός καί έμοιαζε μέ χρυσάφι. Έπί τέλους ανεβήκαμε καί βρεθήκαμε μπροστά σ’ ένα μεγάλο καί ψηλό τοίχο, τόν όποιον έκλειε κάποια μεγάλη μαρμάρινη πόρτα. Όταν πλησιάσαμε, ό Αρχάγγελος έκίνησε ένα μεγάλο σύρτη σπρόχνοντάς τον σε μια μεγάλη τετράγωνη τρύπα καί άνοιξε τήν πόρτα.


Πρίν μπούμε μέσα είδα καί άλλη σκάλα, αλλά αυτή ήταν πλατειά. Ρώτησα τόν Αρχάγγελο τί ήταν αύτή ή σκάλα καί μου είπε ότι είναι ή πλατεία οδός πού οδηγεί στήν απώλεια.



Εστρεψα δέ καί προς τά κάτω γιά να δώ τη γή. Αλλά δέν είδα τίποτε άλλο παρά ένα μεγάλο καί σκοτεινό χάος. Γιά τήν άπαίσια αύτή θέα ρώτησα καί μου είπε:
«Όλα όσα δημιούργησε ό Θεός έγιναν πολύ καλά, εσείς όμως οί άνθρωποι ύποδουλώθητε στήν άμαρτία, δηλ. στό θάνατο καί συνεπεδουλώσατε καί τήν φύσιν, ή οποία στενάζουσα αναμένει τήν έλευθερία της».
Μόλις είπε αυτά μέ έβγαλε από τόν κόρφο του καί μέ μετέφερε στήν άνθρώπινη φύση. Τώρα όμως φορούσα πτωχό φόρεμα καί ήμουν ξυπόλιτη. 



Όταν μπήκαμε μέσα στόν τοίχο καί περπατούσα ελαφρά πάνω σε πυκνή καί αμάραντη χλόη καί παρακαλούσα τόν Αρχάγγελο να μή με έπιστρέψει στη γή.



«Είναι αδύνατον», μου άπήντησε, «διότι δεν έφθασε ακόμη ό καιρός τής άνεπιστρέπτου σου διαμονής εις την έπουράνιον Σιών».
Ένώ δε μου έλεγε αύτά, κύτταξα προς τά αριστερά καί είδα καθήμενον ένα σοβαρό γίγαντα με απειλητικήν όψη ό όποιος είχε μπροστά του ανοικτό ένα μεγάλο βιβλίο.
Τόν φοβήθηκα, αλλά εκείνος μου έδιδε θάρρος καί μου έλεγε:
«Άθηνά μή φοβάσαι, σκόπιμα μου έδωσε ό Θεός αυτή τήν όψη, (νομίζω ότι μου είπε πώς ήταν ό Άδάμ). Σ’ αυτό τό βιβλίο πού βλέπεις καταγράφονται τά ονόματα καί οι πράξεις αυτών πού εισέρχονται στήν Νέα Σιών». Κύταξα καί προς τά δεξιά μου καί είδα κάποιον γνωστόν μου συμπολίτην, όνομαζόμενον Μιχάλη, ό όποιος έκάθητο πάνω σ’ ένα μεγαλοπρεπή άλογο. 



Τόν χαιρέτησα μέ συμπάθεια καί δίδοντάς του συγχαρητήρια τόν ρώτησα γιά πιό λόγο είχε τέτοια τιμή.
«Πώς δέν θυμάσαι» μου απάντησε «ότι έγινα θύμα τής άληθείας έπειδή υπεράσπισα τό δίκαιο;»
Πραγματικά τόν είχαν φονεύσει έπειδή ύπεράσπισε τήν αλήθεια καί τόν πλησίον.


Μετά προχωρήσαμε λίγο μέ τόν Αρχάγγελο καί φθάσαμε μπροστά σε άλλη πόρτα. Ήταν στολισμένη από πάνω έως κάτω μέ πολύτιμες πέτρες.
Μεταξύ αυτών όμως ήταν άλλες 12 πέτρες ασύγκριτα μεγαλύτερες καί πολυτιμότερες. Άπ’ αυτές έβγαινε ένα ζωηρότατο φως. Σε κάθε γωνιά από πάνω έως κάτω έσχηματίζοντο Σταυροί άπεριγράπτου τέχνης. Ό τοίχος πού έκλειε ή πόρτα ήταν χρυσός καί έλαμπε σάν τόν ήλιο. Δίπλα στην πόρτα έκρέμμοντο τρία κλειδιά. Τό ένα ήταν χρυσό, τό άλλο σιδερένιο καί τό τρίτο ξύλινο. Ό Αρχάγγελος, λοιπόν άνοιξε τήν πόρτα μέ τό χρυσό κλειδί καί μου είπε: «Μέ τό χρυσό ανοίγουν οι πλούσιοι (πνευματικά), μέ τό σιδερένιο οι δίκαιοι καί μέ τό ξύλινο οι πτωχοί (πνευματικά)».


Μόλις μπήκαμε μέσα καί είδα τό άπερίγραπτον εκείνο θέαμα: Άφ’ ενός όλη τήν ύπερφυσικήν όμορφη ωραιότητα καί άφ’ ετέρου τήν πτώχεια μου, στάθηκα κατάπληκτη καί δέν τολμούσα να κάμω ούτε ένα βήμα προς τά εμπρός. Δέν δεχόμουνα να πατήσω σε απέραντους χρυσούς τάπητες άνεκλαλήτου τέχνης καί ποιότητος.
Ω! τί λαμπρόν θέαμα! Ω! τί έκτακτο θέαμα, παραδόξου ομορφιάς καί νέας άθανάτου ζωής!



«Μή συρικνώνεσαι» μου λέγει. «Βάδιζε πτωχή μου ελεύθερα, διότι όλα αυτά τά αγαθά τά ετοίμασε ό Κύριος γιά κείνες τίς καρδιές οι όποιες πραγματικά βιάζουν τούς εαυτούς τους και αδιάκοπα αναζητούν τόν Κύριον. 

Διότι αυτές θα ζήσουν εις αιώνα αίώνος. Κύταξε ότι έρχεται ή χαρούμενη Μαρία ή όποια διετάχθη να σε παραλάβη καί να σε όδηγήση να γυρίσης τήν Νέαν Σιών καί να δής τήν αίωνίαν δόξαν καί μακαριότητα. Καί αμέσως σε συμβουλεύω να κρατήσης καλά στη μνήμη σου ότι βλέπεις, διότι αυτά είναι ανάγκη να τά διηγήσαι στόν κόσμο γιά να ξαίρουν ότι ό Χριστός είναι ό ίδιος καί χθες και σήμερα καί εις τούς αιώνας».
Είδα, αδέλφια μου, ένα φως τόσο διαφορετικό  από εκείνο πού φωτίζει την άναστενάζουσα μας ύδρόγειον σφαίρα όσον τό φως τής ήμέρας από τό σκοτάδι μιας βαθειάς καί άνάστρου νύχτας.




Τό παράδοξον δε ήτο ότι καί τά μάτια μου έξοικειώθησαν με αύτό καί δεν ήσθάνοντο τήν ελάχιστη ενόχληση- άπεναντίας πεθυμούσα να τό κυτάζω άχόρταγα. Έσκορπίζετο δε παντού μιά άνέκφραστος ευωδία. Ένώ έβλεπα όλα αυτά αισθανόμουν τόν εαυτόν μου σάν να ήμουν σκεπασμένη εσωτερικά καί εξωτερικά από ζωντανό πνεύμα τό όποιον άπέδιδε άπερίγραπτη χαρά καί άγαλλίαση. Αύτό τό Ούράνιο φως πού είναι πραγματικά έτοιμασμένο γιά τούς δικαίους, καθώς προχωρούσαμε έγίνετο ζωηρότερο, λαμπρότερο και γλυκύτερο. Μέ άνέκφραστη προθυμία αδιάκοπα άνέπνεα εκείνη τήν εύωδία διότι μου ήρχετο στο νου ό πικρός εκείνος λογισμός ότι σε λίγο θα τα στερηθώ όλα αυτά, όταν γυρίσω πίσω στην πολυστένακτον γήν.



Ένώ προχωρούσα μέ τή Μαρία καί έξακολουθούσα να θαυμάζω βλέπουσα τήν μελλοντικήν καί άπερίγραπτον άπόλαυσιν τών δικαίων εύρέθηκα μπροστά στόν Τίμιο Σταυρό, ό όποιος ήτο παρόμοιος μέ κείνον γιά τόν όποιον σάς είπα στήν άρχήν τής ομιλίας μου: Τόν Χριστόν σταυρωμένον, όχι νεκρόν άλλά ζωντανόν μέ τό άκάνθινο στεφάνι στό Αγιο κεφάλι Του. Γύρω από τη μέση Του καθαρό καί άσπρο σάν τό χιόνι σεντόνι. Κοντά στό Σταυρό πού έλαμπε περισσότερο καί άπ’ τόν ήλιο, είδα μιά σκάλα, τό σφουγγάρι καί τό καλάμι.





Μπροστά στη μεγαλοπρεπή αύτή παράσταση τού ανίκητου αυτού τροπαίου κατά των δαιμόνων αισθάνθηκα μεγάλο φόβο διότι εκείνη τή στιγμή νόμισα ότι εγώ μόνο ήμουν ένοχος γιά τήν άδικον Σταύρωσιν τού Σωτήρος. Ή Μαρία όμως κατενθουσιασμένη έδειξε ζωηρά σημεία πνευματικής εύφροσύνης καί καρδιακής σκιρτήσεως και μου λέγει:



«Ώρίστε, ταπεινέ άνθρωπε, ή μυστική πηγή πού δέν αδειάζει ποτέ καί άπ’ τήν οποίαν, σάν από άστήρευτον ποταμόν, ρέει όλη ή πλουσιώτατη αιώνιος άπόλαυσις τής Νέας Σιών. Να, τό ξύλον τής ζωής πού φυτεύθηκε από τήν αρχήν στη μέση τού Παραδείσου μέ προορισμό να ιατρεύση τήν πληγήν τής παρακοής τού προπάτορος Άδάμ' ό όποιος από κενόδοξο εγωισμό παρεΐδε το ξύλο αύτό τής άλογου ισοθεΐας. ’Έτσι πού βλέπομε τόν Σωτήρα δέν κρέμμεται, αλλά έχοντας απλωμένα τά χέρια του συγκρατεί τήν άνεμώδη επήρεια τού εχθρού έως τήν ώρα κατά τήν οποίαν ό διάβολος, πού μάς πλανεύει, να ριχθή στη λίμνη τής φωτιάς (τού πυρός) καί τού θειαφιού και να βασανίζεται εις τούς αιώνας των αιώνων. Δεν σηκώνεται, αλλά καθώς τόν βλέπομε έτσι σηκώνει τήν άμαρτίαν τού κόσμου, ώστε αύτοί πού τον πιστεύουν καί ελευθερώνονται από τόν θάνατον έρχονται εδώ καί προσκυνούν τήν τρισυπόστατον Θεότητα. Διότι σ’ αυτήν τήν πόλιν είναι ό θρόνος τού Θεού καί του Υιού Του. Έδώ επίσης μένουν όλοι όσοι τόν λατρεύουν.



Έσύ λοιπόν έλα τώρα κοντά καί προσκύνησε τόν Τροφοδότην τής αισθητής καί νοητής (ρύσεως καί φίλησε τά άχραντα πόδια Του πού πατούν τήν κεφαλήν τού δράκοντος καί τό μακάριον (ευλογημένο) ξύλο πάνω στό όποιο καθηλώνεται ό θάνατος».
Τά γεμάτα ζωή αυτά λόγια τής ουρανίου Μαρίας μου προξένησαν μεγάλη συγκίνηση. Μέ δάκρυα λοιπόν πλησίασα τόν ζωηφόρον Σταυρόν έκαμα τρεις μετάνοιες καί τέντωσα τόν εαυτό μου μέ αγάπη καί στοργή γιά να φιλήσω τά πόδια του Χριστού. Εκείνος όμως πρόλαβε καί κατέβασετό χέρι Του τό όποιο φίλησα μέ εγκάρδιο αφοσίωση.




Πίσω απ’ αυτόν τόν Μεγάλο Σταυρό είδα και άλλους δύο μικροτέρους. Μετά αφού προχωρήσαμε λίγο είδα ένα μεγάλο περιβόλι μέ χρυσό έδαφος καί ώραίους καρπούς. Στήν άκρη τού περιβολιού δίπλα στό δρόμο πού περπατούσαμε είδα ένα δένδρο διαφορετικό από τά δένδρα πού ήσαν μέσα στό περιβόλι καί έμοιαζε μέ μικρή συκιά ή όποια έστολίζετο μέ καταπράσινα μικρά φύλλα τά όποια έκρέμοντο προς τά κάτω. Οί καρποί του έμοιαζαν μέ πουρνοφύλλες. Αυτό τό δένδρο το κοιτούσα μέ περιέργεια διότι έσυγγένευε περισσότερο μέ τά δένδρα τής γής παρά μέ αυτά του Παραδείσου.



 Εκείνη τή στιγμή παρουσιάσθη καί στάθηκε δίπλα στό δένδρο ένας ωραίος λευκοντημένος Αγγελος καί μου λέγει:
«Θέλεις να σου κόψω να δοκιμάσης τόν καρπό αυτού του δένδρου, πού ονομάζεται δένδρο του Αδάμ;»
Ή ονομασία του δένδρου μου έφερε δυσάρεστη ανάμνηση καί άρνήθηκα. Ή Μαρία όμως κατάλαβε γιατί άρνήθηκα καί μου λέει:
«Μή φοβάσαι». Καί ενώ προσπάθησε ή ιδία να μου κόψη, πρόλαβε ό Αγγελος καί μου έβαλε στό χέρι ένα καρπό.
«Πρόσεξε», μου λέγει ή Μαρία, «τώρα πού θα τόν τρώς θα δής ότι έχει τήν ιδιότητα να προκαλή τή γεύση όποιουδήποτε καρπού γήινου, ποτού ή φαγητού πού θα θυμηθείς».



Πραγματικά έτσι ήταν. Καί όμως ή φυσική του γεύσης ήταν απαράμιλλη (ασύγκριτη). Επί μήνες παρέμενε στό στόμα μου ή ουσία καί ή γλύκα έκείνου του καρπού αφού δέν άφησα ούτε τόν μίσχον (τό τσουνί) του. Μετά γύρισα το βλέμμα μου λίγο μακρύτερα καί είδα να τρέχη, σάν σε ποτάμι, διαυγές χρυσό νερό τό όποιον δεν περιορίζετο σε άνάλογη κοίτη. Είδα επίσης μια ώραία κόρη πού κρατούσε ένα λεπτό ραβδί να διευθύνη τά κύματα.
Ρώτησα τή Μαρία γι’ αυτά καί μου είπε:
«Αυτά τά νερά πού βλέπεις αποτελούν τήν άρχήν του Ίορδάνου ποταμού, του οποίου τό τέλος θα δής όταν έπισκεφθής τήν έπίγειον Ιερουσαλήμ».

Μετά προχωρήσαμε λίγο καί βρεθήκαμε μπροστά σε μιά μεγάλη οικοδομή με ανάλογα παράθυρα. Μπήκαμε μέσα καί είδαμε πολλές σειρές θρανίων στά όποια καθόντουσαν πάρα πολλά άγόρια καί κορίτσια. Όλα ήσαν τής ιδίας ήλικίας, έως 12 χρόνων, καί έλαμπαν τά πρόσωπά τους.
Άπ’ αυτά τά παιδιά, άλλα διάβαζαν καί άλλα μιλούσαν μεταξύ τους μέ σεμνότητα καί συμπάθεια.
Πραγματικά εκείνη τή στιγμή αισθάνθηκα ξεκάθαρη αντίληψη καί ειλικρινή αγάπη. Ό τρόπος δέ μέ τόν όποιον συνομιλούσαν τόσο μέ γοήτευσε, ώστε λαχταρούσα να παραμείνω εκεί καί να βλέπω αυτά τά άγγελόμορφα παιδιά να συνομιλούν καί να διαβάζουν. Επειδή όμως δέν μπορούσα να καταλάβω ποιά γλώσσα μιλούσαν ρώτησα τή Μαρία καί κείνη μου είπε:
«Αυτά πού ακούεις καί δέν καταλαβαίνεις, είναι τά άρρητα ρήματα γιά τά όποια κάνει λόγο ό οικουμενικός δάσκαλος, ό Απόστολος Παύλος στίς επιστολές Του».
Τής είπα όμως ότι δέν καταλαβαίνω αυτά πού μου λέγει καί μου απάντησε:
«Όταν επιστρέψεις στη γή, ρώτησε κάποιον από τούς δασκάλους τού τόπου σου καί θα λύση τήν απορία σου».




Τελικά επί τέλους αφού σταθήκαμε αρκετά παρακολουθώντας αχόρταστα τά μικρά εκείνα αγγελάκια τά άποχαιρετίσαμε γνέφοντάς τους. Εκείνα δέ μάς άνταπέδωσαν τόν χαιρετισμόν μέ μεγάλη χάρη καί φύγαμε. Συνεχίσαμε τόν ίδιο δρόμο καί βλέπαμε δωμάτια στη σειρά τών όποιων οι τοίχοι είχαν τό χρώμα του Ουρανού. Έδώ ρώτησα τήν Μαρίαν, αν μου επιτρέπεται νάνοίξω τα δωμάτια να δώ τό εσωτερικό τους.
«Σου έπιτρέπεται», μου άπήντησε, «άλλά να θυμάσαι ότι βλέπεις».
Άνοιξα, λοιπόν, τό διπλανό μου δωμάτιο και είδα να κρέμμεται στη μέση του μιά κανδήλα ή οποία έφώτιζε τό δωμάτιο μ’ ένα γλυκύτατο φώς και δύο καλόγριες να κάθεται ή μιά άπέναντι στήν άλλη. Είχαν τά κεφάλια τους σκυμένα καί έφαίνοντο ότι προσηύχοντο. Σε λίγο έκλεισα ήσυχα τήν πόρτα καί άπεμακρύνθηκα διότι ή μία απ’ αύτές μου έγνεψε μέ εύγένεια να φύγω. Ρώτησα τή Μαρία και μου είπε ότι ήσαν Μοναχές καί έπειδή άγωνίσθησαν στόν ίδιο τόπο καί εύηρέσθησαν τόν Θεόν, ό Κύριος ηύδόκησε να ήσυχάσουν καί οί δυό σ’ αύτό τό δωμάτιο, όπως βλέπης, προσευχόμενοι και να απολαμβάνουν τούς καρπούς τής πνευματικής ευφροσύνης καί ουρανίου άγαλλιάσεως.




Μετά απ’ αυτό τό δωμάτιο άνοιξα ένα άλλο καί είδα μιά γυναίκα περιβεβλημένη μέ λαμπρό φώς. Έν συνεχεία άνοιξα τρίτο δωμάτιο. Σ’ αυτό είδα τόν σύζυγόν μου τόν Άνδρέα καθισμένο σ’ ένα θρόνο καί πάνω από τήν κεφαλή του ένα πολυέλαιο μέ έπτά λαμπάδες. Μόλις μέ είδε κατέβηκε από τό θρόνο καί μέ χαιρέτησε καλοσυνάτα.



Τόν άντιχαιρέτισα κ’ εγώ καί του είπα ότι δέν πέθανα άκόμη καί ότι θέλω να παραμείνω κοντά του. Εκείνος μου είπε: «Ξαίρω ότι δέν πέθανες άλλά προς τό παρόν είναι άδύνατο να μείνης έδώ, διότι ό χρόνος πού είναι προορισμένος στόν κόσμο δεν τελείωσε ακόμη. Προσπάθησε λοιπόν σ’ αύτό τό διάστημα τής επιγείου ζωής σου να δείξης βίον ένάρετον καί να μήν κάμης δεύτερο γάμο γιά να άξιωθής να καθίσης μαζί μου. Να, σου έχω προετοιμασμένο σκαμνί», καί μου έδειξε ένα μικρό σκαμνάκι φτυαγμένο μέ τέχνη τό όποιον έλαμπε από την καθαριότητά του. Άν όμως παντρευθής να ξαίρης ότι θα μέ ρίξης από τό θρόνο μου καί έκαμε μιά κίνηση δείχνοντας πώς θα πέση, καί σύ δεν θα άξιωθής να δής τόν παράδεισο».



Μου παρήγγειλε μέ αυστηρότητα να προσέχω να μή κάνω αμαρτίες καί να ύπομένω μέ καρτερία τούς πειρασμούς καί ότι αυτός πάντοτε ευρίσκεται νοερώς κοντά μου. Αυτά μου είπε κ’ εγώ τον χαιρέτησα μ’ εύλάβεια, μέ τήν ύπόσχεσιν ότι θα φυλάξω τίς έντολές του καί βγήκα έξω.
Μετά άνοιξα άλλο δωμάτιο καί βρέθηκα μπροστά σε ένα γνωστό μου συμπολίτη ό όποιος είχε πεθάνει πρό πέντε έτών. Τό όνομά του ήταν Δημήτριος Χριστοδουλάκης καί αφού χαιρετισθήκαμε καί του είπα τά νέα μου, μέ έβαλε σε μιά μεγάλη αίθουσα καί μέ παρουσίασε σε δώδεκα νέους της ιδίας ήλικίας, οί όποιοι άστράφτανε περισσότερο από τόν ήλιο καί καθόντουσαν σε χρυσούς θρόνους. Στη μέση τής αίθουσας είχε τραπέζι κανονικότατα στρωμένο καί πάνω σ’ αύτό σκεπασμένα πιάτα σάν να ήταν έτοιμα γιά φαγητό. Αύτή ή αίθουσα έφωτίζετο μέ άπλετο φώς πού έμπαινε μέσα από μεγάλα παράθυρα τά όποια έφαίνοντο ότι ήσαν πάντα άνοικτά. Μόλις είδα αυτά τά απροσδόκητα συμμαζεύτηκα πολύ καί γύρισα γιά να βγω έξω.

Ό Δημήτριος όμως, τού όποιου ή ζωή υπήρξε υπόδειγμα αρετής, μέ κράτησε καί μου συνέστησε να χαιρετίσω τούς νέους, οί όποιοι μέ ένεθάρρυναν μέ τό συμπαθητικό τους βλέμμα. Όταν δέ έχαιρέτησα όλους καί πλησίασα τόν Δημήτριον μου λέγει: Αύτοί είναι οί Δώδεκα Απόστολοι και ήλθαν να μέ επισκεφτούν. Καί να, μέ τά δώρα της καλής μου συζύγου τούς ετοίμασα φαγητό. Να δώσης λοιπόν έκ μέρους μου ευχαριστίες στη καλή μου σύζυγο καί να τής πής ότι ξέχασε να κάμη εκείνο πού μου ύποσχέθη τήν τάδε ήμερομηνία και ήμέρα του μηνός. Μετά από ένα μεγάλο μπαλκόνι μου έδειξε τό ωραίο του περιβόλι. Μέσα σ’ αυτό τό περιβόλι είδα να περιφέρωνται δεκαπεντάχρονα κορίτσια καί να ποτίζουν καί να περιπιώνται τά δένδρα καί τά φυτά. Τά κορίτσια μου πρότειναν να μείνω μαζί τους.
Εγώ όμως τούς είπα ότι ήτο αδύνατο. Χαιρέτισα τά κορίτσια καί τόν Δημήτρη καί έφυγα.



Μετά μπήκα σ’ ένα άλλο διπλανό δωμάτιο καί βρήκα τόν άδελφό του Δημήτρη πού ονομαζόταν Χριστόδουλος. Καί αύτός είχε πεθάνει καί έκάθητο σ’ ένα κομψό κάθισμα καί φαινόταν λίγο μελαγχολικός. Πήγα κοντά καί σ’ αυτόν, τον χαιρέτησα, του είπα τίς εντυπώσεις μου τίς όποιες είχα μέχρι εκείνης τής στιγμής καί μάλιστα γιά τή καλή θέση του αδελφού του.




«Ό αδελφός μου», μου απάντησε, «είναι ευχαριστημένος γιά πολλούς λόγους καί μάλιστα επειδή ήξιώθη να έχη σύζυγο μέ εύσέβεια, ή όποία ότι κάνει γιά τήν ανάπαυση του αδελφού μου, τό κάνει πρόθυμα καί άγόγγυστα. Ένώ ή δική μου σύζυγος ότι κάμει γιά μένα δεν τό κάνει με προθυμία καί ευχαρίστηση. Γι’ αυτό σε παρακαλώ νά τής πής ότι έχω παράπονο μαζί της και είναι άνάγκη ή νά μου στείλη τά δώρα άγόγγυστα καί με ευχαρίστηση, έστω καί μικράς αξίας ή νά μή μου στείλη έπιδεικτικά πολυέξοδα πράγματα μέ ψυχρότητα καί γογγυσμό.



Τού ύποσχέθηκα ότι θά έκτελέσω τήν παραγγελία του, τόν έχαιρέτησα καί βγήκα έξω νά συναντήσω τή Μαρία μέ τήν οποία πήραμε τόν δεξιόν δρόμον. Είδα ότι ανεβαίναμε πάνω σ’ ένα στενό τοίχο όποιος καί άπό τίς δυό του μεριές ήταν κατάφυτος άπό διάφορα ποικιλόχρωμα και εύωδιαστά λουλούδια, δηλ. βιολέτες, γαρύφαλλα, τριαντάφυλλα, κρίνα καί άλλα. Όλα ήσαν αμάραντα. Άπό μακρυά έβλεπα τά περιβόλια. Πάνω στά δένδρα έβλεπα παιδικά πρόσωπα άπεριγράπτου καλονής μέ πτερά. Αύτά τά παιδιά πετούσαν τριγύρω άπό κλαδί σέ κλαδί καί δοξολογούσαν τόν Πλάστην.
«Τά πρόσωπα αύτά πού βλέπεις», μου λέγει ή Μαρία, «είναι ψυχαΐς νηπίων. Όταν αποχωριστούν άπό τόν κόσμο τά κρατεί ή Θεοτόκος τρεις μέρες στήν άγκαλιά της έως ότου ξεχάσουν τήν επίγειον μητέρα τους. ’Έπειτα μεταφέρονται εδώ».



Έν τώ μεταξύ περάσαμε τόν στενόν τοίχον πού άναφέραμε προηγουμένως καί εις τό έξης δεν περπατούσαμε πάνω σέ χρυσούς τάπητες, αλλά πάνω σέ μιά εκτεταμένη πρασιά. Εκεί λίγο πιο πέρα είδα μιά λίμνη γεμάτη άπό βρώμικο βόρβορο. Μέσα σ’ αύτήν έφαίνετο πεσμένη μέ τά μούτρα μιά γυναίκα. Ρώτησα τήν Μαρία καί γι’ αύτήν καί μου είπε:
«Αυτή ήταν καλογριά καί έκαμε θανάσιμο αμάρτημα καί δέν έφρόντισε νά μετανοήση».



Πρός αύτό τό μέρος είδα ακόμη ένα σιδερένιο δένδρο. Πάνω σ’ αύτό έκρέμμετο μέ άλυσίδα μια κόρη καί άπό κάτω της ήτο ένας άσπρος σκύλος ό όποιος τής έπετίθετο συνεχώς καί τήν κατεπλήγωνε μέ πικρές δαγκωματιές. Αυτή δέ πονούσε τρομερά καί έβγαζε άγριες φωνές.
Ή Μαρία μου είπε ότι αυτή έβασανίζετο διότι ήτο μεγαλόσχημος καλογριά καί λιποτάκτησε καί παντρεύτηκε. Κατόπιν άνοιξα ένα μεμονωμένο δωμάτιο καί είδα μέσα σ’ αύτό ένα κρεβάτι πού είχε γιά στρώμα πύρηνες φλόγες πού σήκωναν καί έριπταν πάνω στό κρεββάτι ένα ανδρόγυνο τό όποιον ασελγούσε λυσσασμένα καί δέν τιμούσε τίς γιορτές.



Είδα επίσης μιά γυναίκα ή οποία έφαίνετο ότι άνεπαύετο μέσα σ’ ένα καζάνι πούταν γεμάτο με χλιαρό νερό.
«Αυτή», μου είπε ή Μαρία, «έκαμε πολλαίς αμαρτίες καί έτιμωρείτο μέσα σέ καυτό νερό. Τώρα όμως έμετριάσθη ή βάσανος διότι ήξιώθη να άποκτήση ένα πολύ ένάρετο γιό ό όποιος έγινε ιερέας καί παρακαλεί τόν Κύριο νά άναπαύση τη μητέρα του’ καί όπως βλέπεις εισακούεται ή παράκλησις του».


 Είδα άλλη γυναίκα ή οποία έστέκετο πάνω σε φωτιά καί καθώς έκαίοντο τά πόδια της φώναζε δυνατά. «Ό γιός αύτής τής γυναίκας», μου λέγει ή Μαρία, «άνατράφηκε άσχημα άπό τή Μάνα του καί πρόκειται νά έκτουρκέψη. Έάν λοιπόν το κάμη αύτό ή φωτιά θά ύψωθή καί θά τήν καίη ολόσωμη».
Μετά απ’ αυτά περπατούσαμε πάνω σέ άφθαρτη χλόη καί εν τω μεταξύ βλέπαμε πάρα πολλά δένδρα τά όποια είχαν μιά σκηνή άπό κάτω τους.
Στήν πόρτα τής κάθε σκηνής ήταν ένας άνθρωπος μέ χαρούμενο πρόσωπο. Βρήκαμε καί έναν άλλο πού ήταν μόνος του καθήμενος σέ δέρμα προβάτου. 


Αύτόν τόν ρώτησα:
«Γιατί κάθεσαι μόνος σου καί δέν έχεις ούτε σκηνή ούτε τουλάχιστο προσκέφαλο νά ξεκουράζεσαι λίγο;»



Καί μου άπήντησε: «Δοξάζω τόν Αγιο Θεό διότι ήμουν αμαρτωλός καί δέν αξίζω ούτε αυτή τή θέση. Μάθε ότι δέν έχω τίποτε άλλο παρά μόνο αύτό τό δέρμα πάνω στό όποιο κάθομαι διότι αύτό μόνο άξιώθηκα νά χαρίσω σέ κάποιο δυστυχισμένο άνθρωπο. Όσον άφορά δέ τήν καλύβα δέν τήν έχω ανάγκη διότι όπως βλέπης ό Ούρανός είναι κοντά μας, γεμάτος άστρα καί ούτε νύχτα υπάρχει, ούτε βροχές καί αέρας».
Υστερα άπ’ αυτά μου λέγει ή Μαρία ότι εκεί κοντά ήταν ή σκάλα πού μάς οδηγούσε στόν Αδη. Τήν βρίκαμε, λοιπόν καί αρχίσαμε νά κατεβαίνομε πρός τόν άπαίσιον τόπον τής αιωνίου καταδίκης. Τά σκαλιά ήταν σαράντα. Όταν μπήκαμε σέ βαθύ σκοτάδι, φοβήθηκα καί έλεγα στη Μαρία ότι έπρεπε νά κρατούμε φως. Εκείνη όμως μέ κρατούσε άπό τό χέρι καί μου έλεγε:
«Αύτό τό σκοτάδι δέν νικάται άπό τό προσωρινό φως διότι κυριολεκτικά είναι ψηλαφητό».



Έπί τέλους πατήσαμε σέ στερεό έδαφος. Μου φάνηκε ότι άρχισε νά βραδιάζη. Ή γη εκείνη, πού ήταν κάτω άπό τή σκάλα ή έρημος καί απαίσια, ήτο ανώμαλη καί ακατάστατη. Πού καί πού είχε κάτι παμπάλαια δένδρα κατάξηρα καί έτοιμα γιά τή φωτιά. Τό έδαφος ήταν έλώδες καί δέν ευρισκα τόπο νά σταθώ. Λίγο πιό πέρα δέ είδα νά έπεκτείνεται σκότος άσυγκρίτως πυκνότερο του πρώτου μέσα σέ μιά μεγάλη χαράδρα. Μέσα σ’ αύτό δέ ήκούοντο φωναχτά κλάματα καί συνέχεια άναστεναγμοί γεμάτοι πόνο καί άπελπισία.
Δέν τολμούσα νά πλησιάσω στή χαράδρα διότι μέ κυρίευσε φόβος.
«Αύτό τό μέρος», μου είπε ή Μαρία, «ονομάζεται άφάνεια».


Παρ’ όλα αυτά είδαμε άγριους, μαύρους δαίμονες μέ τερατώδη πρόσωπα καί μέ έλεεινά φορέματα, γεμάτα λάσπη καί αίματα. Συγχρόνως δέ κτυπούσαν τύμπανα μέ μεγάλη δύναμη καί τραγουδούσαν παράξενα. Αυτό τό θέαμα μεγάλωσε το φόβο μου καί έτρεξα νά κρυφθώ πίσω άπό τή Μαρία ή οποία μου δώσε λίγο θάρρος, διότι τούς κοιτούσε σάν νά είχε έξουσία καί μέ άπέχθεια. Αυτοί δέ μάς έβλεπαν ειρωνικά καί πήγαιναν πρός την άφάνειαν. Μετά προχωρήσαμε λίγο καί βρεθήκαμε μέσα σε μιά κοιλάδα, όπου σταθήκαμε λίγο καί ακούσαμε βουητό τής θάλασσας. Πήγαμε πρός τό μέρος του βουητού καί είδαμε, τί φοβερό θέαμα! Μιά θάλασσα από φωτιά ή οποία μέ πάταγο (τρομερό θόρυβο) έξεφενδόνιζε τά φλογισμένα της κύματα πάνω σέ μιά άγρια καί απότομη ακτή καί σέ άρκετό ύψος κατακάλυπτε τή λίγη εκείνη ατμόσφαιρα μέ τόν σπινθηρώδη της καπνό.


 Σ’ αυτή τήν άκτή είδαμε ένα στρατιώτη ό όποιος μάς έγνεψε μέ ευγένεια καί μάς κάλεσε νά δούμε άπό κοντά τό φρικτό (τρομερό) εκείνο θέαμα. Μέσα στά πύρινα εκείνα κύματα βλέπαμε νά κυλίωνται γυναικεία καί άνδρικά σώματα διαφόρου ηλικίας καί μέ βαθύ αναστεναγμό φώναζαν: «’Άχου, καϋμός!» Καί πραγματικά ήταν καϋμός. Σ’ αυτό το σημείο ή Μοναχή Εύπραξία διέκοψε τήν ομιλία μ’ ένα καρδιακό άναστεναγμό καί έξηκολούθησε μέ τρεμάμενη φωνή: «Είδα καί άλλα τρομερά πράγματα εις τόν τόπον αυτόν τής αιωνίου καταδίκης, αλλά επειδή χάνω τό λογισμό μου μόνο πού τά θυμάμαι αναγκάζομαι νά σάς πω ότι έγκαταλείψαμε τό αιώνιο εκείνο σκότος τής αιωνίου απελπιστικής καταδίκης καί αφού ανεβήκαμε την ίδια σκάλα βρεθήκαμε σ’ εκείνον τόν δρόμον όπου βλέπαμε τούς κήπους καί τά δωμάτια.


Πόσο γλυκειά ήταν έκείνη ή εύωδία πού διαχέετο παντού στήν ύπερφυσικήν έκείνη πόλη της Νέας Σιών! Τώρα άκουγα καί τούς αγγέλους οί όποιοι έψαλλαν μέ άκρα τελειότητα καί θαυμάσια αρμονία τόν αιώνιον έκεΐνον άγγελικόν ύμνον: «Αγιος, Άγιος, Άγιος κλπ.» Άκουα μόνο τη  φωνή- τούς Αγγέλους όμως δεν τούς έβλεπα.



Μου φάνηκε ότι ήσαν στό στερέωμα πού ήταν από πάνω μας καί είχε τήν λάμψιν τού χρυσού, αλλά ήκούοντο σάν νά ήσαν κοντά μας.
Κατόπιν περάσαμε τά τείχη τής Νέας Σιών καί είδαμε όλους τούς πύργους. Τό σχήμα τής πόλεως ήταν τετράγωνο καί ή κάθε πλευρά της είχε τρεις πύλες- απέναντι δέ είδα δύο όρη. Τό ένα ονομαζόταν έξορία τού Αδάμ καί τό άλλο όρος τού Προφήτου Ήλία.
Συνεχίζοντας μέ οδήγησε καί βρεθήκαμε μπροστά σ’ ένα μεγαλοπρεπές ανάκτορο. Από τα μεγάλα του παράθυρα έβγαινε, σάν από πηγή, το ζωηρό καί γλυκύτατο Θείον φως μέ τό όποιο έλαμπε ό Παράδεισος.
«Θυμάσαι τί σου είπα», μου λέγει ή Μαρία, «όταν στεκόμασταν μπροστά στόν Εσταυρωμένο καί συμβούλευα νά τόν προσκυνήσης; Σ’ αύτή τη πόλη είναι ό θρόνος τού Θεού καί τού Υιού Του.



Ας μπούμε λοιπόν σ’ αυτό τό ανάκτορο γιά να δής καί προσκυνήσης τήν δόξαν τού Τρισυποστάτου Θεού μας». Καθώς λοιπόν μπήκα μέσα, βρέθηκα σέ μιά πολύ μεγάλη αίθουσα καί είδα τόν Παντοκράτορα. Τό βλέμμα Του ήταν στραμμένο πρός τά πάνω, γελαστό μέν, άλλά φοβερό καί τό δεξί του πόδι πατούσε σ’ ένα τροχό τού οποίου ή περιφέρεια είχε φτερά.
Δεξιά τού Παντοκράτορος είδα τόν Χριστόν ό όποιος γύρισε τό πράον καί ταπεινό Του βλέμμα μέ μεγάλη φιλοστοργία καί άγάπη.
 Δίπλα στό αριστερό πόδι του Παντοκράτορα είδα νά κάθεται ένα λιοντάρι με σπινθηροβόλα μάτια καί δίπλα στό δεξιό πόδι του Σωτήρα άλλο ζώο πού έμοιαζε με αρκούδα πού είχε ανθρώπινο πρόσωπο. Στά αριστερά τού Παντοκράτορα είδα τήν Δέσποινα Θεοτόκον. Μου φάνηκε μεγαλόσωμη καί λεπτοκαμωμένη. Φορούσε ένα φόρεμα πού είχε τό χρώμα τού γάλακτος με φωτεινά αστέρια.




Στό κεφάλι της δέ είχε κορώνα τήν οποίαν κρατούσαν Άγγελοι μέ εύλάβεια καί σεβασμό καί κοιτούσαν πρός τά κάτω. Πάνω από τόν Πατέρα καί τόν Υιόν είδα τό Πανάγιο Πνεύμα σάν περιστέρι.
Άπό τό στόμα Του, σάν από ασταμάτητη πηγή έβγαινε τό Άγιο Φώς τό όποιον, όπως είπαμε φωτίζει τόν Παράδεισο. Πίσω άπό τόν Παντοκράτορα, τόν Σωτήρα καί τήν Θεοτόκο, έβλεπα τάγματα Αγγέλων, εκ τών όποιων τό μέν πρώτον είχε Αγγέλους μέ δύο φτερά τό δέ δεύτερον μέ έξη.


Ένώ έβλεπα όλα αυτά καί πολλά άλλα, τά όποια δέν μπορώ νά διηγηθώ μαζεύτηκα άπό φόβο καί έμεινα ακίνητη. Ό Παντοκράτωρ όμως μέ κάλεσε μέ πραεία φωνή καί πήγα κοντά Του. Έκαμα τρεις εδαφιαίες μετάνοιες καί φίλησα τό δεξιό χέρι τού Ύψίστου. ’Έπειτα γύρισα πρός τά δεξιά γιά νά προσκυνήσω τήν Θεοτόκον. Εμποδίστηκα όμως καί πήγα νά φιλήσω τό πόδι τού Σωτήρος.


Εκείνος όμως άπλωσε άμέσως τό δεξί Του χέρι. Αφού προσκύνησα καί τήν Θεοτόκον οπισθοχώρησα καί περίμενα νά μου δοθή άδεια νά βγώ έξω. Εκείνη τή στιγμή ένας Άγγελος έφερε μια ψυχή καί πίσω του ακολουθούσαν πάρα πολλοί δαίμονες, οί όποιοι κρατούσαν σημειώσεις των αμαρτιών τής ψυχής. Είδα νά τοποθετήται μια πλάστιγγα στή μέση καί στό ένα μέρος της έβαλαν τήν ψυχή καί στό άλλο τίς σημειώσεις των δαιμόνων. Ένώ άνεμένετο ή άπόφασις είδα τους Αγγέλους νά προσεύχωνται μέ κατάνυξη νά λυπηθή ό Θεός τή ψυχή καί νά συγχωρεθούν οί αμαρτίες τής ψυχής πού έκρίνετο.


Τελικά αφού αθωώθηκε ή ψυχή είδα Αγγέλους οί όποιοι κατέβησαν άπό τόν πάνω ούρανό' τήν άλειψαν μέ μύρο τό όποιον είχαν σέ μιά φιάλη, τήν μετεσχημάτισαν σέ ήλικία 30 ετών καί άμέσως τήν ανέβασαν στόν ούρανό. Οί δαίμονες δέ παρόλο πού άπεκρούοντο άπό τούς Αγγέλους έφώναζαν μέ αυθάδεια:



«Έγινε άδικη ή κρίσις».


Μετά, όταν επανήλθε ή προηγούμενη τάξις με κάλεσε ό Παντοκράτωρ καί μέ συμβούλευσε να περάσω τό ύπόλοιπον τής ζωής μου ενάρετα και νά φυλάττω τίς έντολές Του. Φαίνεται όμως ότι έληξε ή προθεσμία τής διαμονής μου στή νέα Σιών καί είπε στόν Αρχάγγελο νά μέ φέρη κάτω στή γή. Τότε ρώτησα τον Αρχάγγελο άν ήτο δυνατό νά άνέβω στόν άνω Ούρανό καί νά δώ καί κει τήν δόξαν του Θεού. Εκείνος μου είπε ότι ήταν αδύνατο διότι δέν είχα αποχωριστή τελείως από τήν γήν. 'Απλώς γιά να μου λύση τήν απορία τράβηξε τό παραπέτασμα καί είδα ένα τέλειο φώς τό όποιον προερχόταν από χρυσούς πολυελαίους. Είδα ακόμη χορούς απείρων Αγγέλων οί όποιοι κτυπούσαν καμπάνες πολύ αρμονικά καί έψαλλαν μέ εξαιρετική μελωδία. Ή Αγγελική αυτή μελωδία καί ή έναρμόνιος κωδονοκρουσία αντηχούσαν στά αύτιά μου επί τρία ολόκληρα χρόνια.
Τελικά αφού έλήφθη ή άπόφασις νά έγκαταλείψω τήν αιώνιον καί άπερίγραπτη εκείνη χαρά καί ευφροσύνη άποχαιρέτησα τήν ουράνιον Μαρίαν καί άκολούθησα τόν Αρχάγγελον ό όποιος διευθύνετο πρός τήν χρησήν πύλην.


Κατεβαίνοντας συναντήσαμε καί πάλι τόν μεγάλο Σταυρό. Πήγα κοντά Του, γονάτισα καί με δάκρυα κατεφίλησα τά άχραντα πόδια του Σταυρωμένου. Μέ βαθύ στεναγμό φανέρωσα τόν πόνο τής καρδιάς μου, διότι έγκατέλειπα τό Φως καί έπέστρεφα πάλι στή σκιά του θανάτου.
Αλλά ό καρδιογνώστης Σωτήρας βλέποντας ότι ήτο άνάγκη νά θεραπεύση τόν πόνο τής ψυχής μου μου λέγει:
«Μή λυπήσαι, άλλά πίστευε ότι θά έπανέλθης εις τήν νέαν Σιών, διότι τό όνομά σου έγράφη ήδη εις τό Βιβλίο τής Ζωής».


Καί γιά νά μήν έχω καμιά άμφιβολία γι’ αυτό, έκάλεσε εκείνο τόν μεγάλο άνθρωπο, ό όποιος πραγματικά μου έδειξε τό όνομά μου γραμμένο στό βιβλίο αυτό μέ έντονα γράμματα. Γι’ αυτό μέ πολλή χαρά προσκύνησα τόν Κύριον καί άκολούθησα μέ προθυμία τόν Άγγελον.
Βγήκαμε από τήν χρυσή πύλη καί κατευθυνθήκαμε πρός τήν μαρμάρινη. Πηγαίνοντας άντίκρισα ένα γέροντα μέ μαύρο σάκκο άσκεπή, με λαμπρό πρόσωπο, γκρί γενειάδα, μέτριου άνασχήματος, εύρωστων καί ευπαρουσίαστο. Ρώτησα καί έμαθα ότι ήταν ό Άγιος Νικόλαος καί ήτο κάτω στή γή. Διότι πολλοί από τούς Αγίους καί μάλιστα ό Ιωάννης ό Θεολόγος, ό Αγ. Γεώργιος καί ό Άγιος Νικόλαος έχουν δικαίωμα όταν είναι άνάγκη νά έπισκέπτωνται τήν γην. Οι άλλοι όμως μέ τή θεία δύναμη βοηθούν από μακριά γιά τίς εύλογες αιτήσεις των ανθρώπων. Ό Άγιος Νικόλαος μέ είδε χαμογελαστά από μακριά.


Πήγα κοντά του τόν προσκύνησα καί φίλησα το δεξιό του χέρι. Εκείνος μέ ευλόγησε καί άνεχώρησε. Ζήτησα νά δω τό δωμάτιο Του, αλλά έκτος τού ότι ήταν μακριά, δέν μου έμενε καί καιρός...


Όταν δέ φθάσαμε εις τήν μαρμάρινη πύλη και έπρόκειτο νά βγούμε έξω είδα έναν Αγγελον ό όποιος ανέβασε κάποιον καλόγερο καί τόν παρέδωσε σέ κείνον τόν γίγαντα. Εκείνος πάλι χωρίς νά έξετάση τίποτε τόν κράτησε από τίς τρίχες τής κεφαλής, τόν έτίναξε πρός τά κάτω καί τόν έξηφάνισε μέσα στή γή. Μετά είπε άγανακτησμένος:


«Αφού είσαι άνοικονόμητος κατέβα σωματικούς στόν Άδη».

Μετά ό Αρχάγγελος μέ μετεσχημάτισε, όπως συνήθιζε, σέ περιστέρι καί μ’ έβαλε στό κόρφο του. Μόλις κύταξα έξω, σέ δευτερόλεπτα, είδα ότι βρεθήκαμε μέσα στό σπίτι μας καί τό σώμα μου στήν ιδίαν κατάσταση εις τήν οποίαν τό έγκατέλειψα πρό τριών ήμερων. Τό άφησαν άταφο, διότι όπως μού είπε ή Μητέρα μου, μιά αρτηρία τού λαιμού κτυπούσε καί έδιδε σημεία ζωής. Εν τώ μεταξύ μέ έβγαλε ό Αρχάγγελος από τόν κόρφο Του καί μου λέγει:


«Πνεύμα, είσελθε εις τό σώμα σου».

 Έγώ δε θέλοντας νά εκδηλώσω γιά τελευταία φορά τήν ευγνωμοσύνη μου στόν Αρχάγγελο φίλησα τό φόρεμά Του καί από τό στόμα μπήκα μέσα στό σώμα μου. Αμέσως σάν νά ξύπνησα από βαρύ ύπνο, αναστέναξα βαθειά, σηκώθηκα και κάθισα.


Μόλις είδαν αυτό τό παράδοξο ή μητέρα μου καί όσοι παρευρέθησαν εκεί έτρεξαν καί άλλοι μέ καταφιλούσαν σάν άλλο Λάζαρο καί άλλοι μου προσέφεραν αναψυκτικά. Έγώ όμως πεινούσα καί ζήτησα φαγητό. Όταν ήλθα στά καλά μου διηγήθηκα τά πάντα σέ πολλούς καί πρό παντός έξεπλήρωσα τίς παραγγελίες τών αδελφών Χριστοδουλάκη.


 Ευχαριστούμε θερμώς τήν Γερόντισσα 'Αγνή διά τήν αποστολή τής διδακτικοτάτης καί ψυχωφελεστάτης οπτασίας τής μακαριστής καί άπλουστάτης μοναχής Εύπραξίας. όποιος γύρισε τό πράον καί ταπεινό Του βλέμμα μέ μεγάλη φιλοστοργία καί άγάπη.

ΒΙΒΛΟΓΡΑΦΙΑ  ΛΟΓΟΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΜΕ ΑΙΩΝΙΟ ΑΝΤΙΚΡΥΣΜΑ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: